-
1 αρνί
[арни] ουσ. о. ягненокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρνί
-
2 баранина
баранина ж το αρνί, το αρνίσιο κρέας, το πρόβειο κρέας* * *жτο αρνί, το αρνίσιο κρέας, το πρόβειο κρέας -
3 ягнёнок
зоол. το αρνί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ягнёнок
-
4 баран
мτο αρνί, το κριάρι, το πρόβατο -
5 агнец
агнецм1. уст. τό ἀρνί, ὁ ἀμνός;2. перен τό ἀρνάκι, ὁ ήπιος ἀνθρωπος. -
6 барашек
барашекм1. (ягненок) τό ἀρνί[ον], τό ἀρνάκι;2. тех. τό παξιμάδι, τό περικόχλιο[ν], \барашеки мн. ὁ θυσανοσωρείτης (облака) / τά προβατάκια (на воде). -
7 мерлушка
мерлушкаж γούνα ἀπό ἀρνί. -
8 агнец
[άγκνιτσ] ουσ. α. αρνί -
9 барашек
[μπαράσυκ] ουσ. α. αρνί -
10 агнец
[άγκνιτσ] ουσ α αρνί -
11 барашек
[μπαράσυκ] ουσ α αρνί -
12 море
-я, πλθ. -я, -и ουδ.1. η θάλασσα•средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•
балтийское море Βαλτική θάλασσα•
каспийское море Κασπία θάλασσα•
взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•
бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•
за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•
из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.
|| πέλαγος•эгиско море Αιγαίο πέλαγος•
ионическое море Ιόνιο πέλαγος.
|| λίμνη πολύ μεγάλη•аральское море η λίμνη Αρρίλη.
2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•море слз π,οτάμια δάκρυα•
море крови ποτάμια αίματος.
|| τεράστια έκταση•хлебов θάλασσα σιτηρών.
3. επίρ. δια θαλάσσης•ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.
εκφρ.житейское море – παλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•за -ем, (мореями) – παλ. στα ξένα•на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί. -
13 смушка
-и θ., κ. смушек, -шка α.δέρμα από νεογέννητο αρνί ή γούνα• αρνιακό, -ίδα. -
14 ягнёнок
-нка, πλθ. -нята, -нят α. αρνί, αρνάκι, αμνός. || μτφ. άνθρωπος ήσυχος, πράος, άκακος, αθώος.
См. также в других словарях:
αρνί — το (AM ἀρνίον) 1. το πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ. μσν. μτφ. ο Ιησούς Χριστός αρχ. η προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του… … Dictionary of Greek
αρνί — το ιού 1. μικρό πρόβατο. 2. άνθρωπος άκακος: Αυτός ο άνθρωπος είναι σωστό αρνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρνί — ἀρνίς fem voc sg ἀρνός masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνί' — ἀρνία , ἀρνίον a little lamb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
αρνάκι — το [αρνί] 1. το μικρό αρνί 2. κρέας αρνίσιο 3. άκακος, φιλήσυχος άνθρωπος … Dictionary of Greek
αρνίσιος — α, ο [αρνί] αυτός που προέρχεται από αρνί … Dictionary of Greek
καταφέρνω — 1. φέρω κάτι εις πέρας, κατορθώνω, επιτυγχάνω («δεν τά καταφέρνει στο μαγείρεμα») 2. πείθω, κάνω κάποιον να πεισθεί («τόν κατάφερε να τού γράψει την περιουσία» 3. καταβάλλω, υπερισχύω, ξεπερνώ, υπερνικώ κάποιον («ο μικρός καταφέρνει τον μεγάλο… … Dictionary of Greek
λαγιαρνί — το αρνί με μαύρο τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγιος* + αρνί] … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
οβελίας — ο το αρνί που ψήνεται στη σούβλα, το ψημένο στη σούβλα αρνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)