αρμόδ

  • 1αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …

    Dictionary of Greek

  • 2αρμόδιος — α, ο (AM ἁρμόδιος, ία, ιον) ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα αρχ. ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ , αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)] …

    Dictionary of Greek