Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αρκετός

  • 1 αρκετός

    [аркетос] εκ достаточный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρκετός

  • 2 порядочный

    порядочный 1) (достаточный) αρκετός 2) (честный) τίμιος, καθώς πρέπει
    * * *
    1) ( достаточный) αρκετός
    2) ( честный) τίμιος, καθώς πρέπει

    Русско-греческий словарь > порядочный

  • 3 хватать

    I хватать Ι (схватывать) αρπάζω, πιάνω II хватать II (быть достаточным) επαρκώ, είμαι αρκετός, φτάνω· мне \хвататьет... μου αρκεί...· не \хвататьет времени δε φτάνει ο καιρός
    * * *
    I
    ( схватывать) αρπάζω, πιάνω
    II
    ( быть достаточным) επαρκώ, είμαι αρκετός, φτάνω

    мне хвата́ет... — μου αρκεί…

    не хвата́ет вре́мени — δε φτάνει ο καιρός

    Русско-греческий словарь > хватать

  • 4 достаточный

    достаточн||ый
    прил ἀρκετός, ἐπαρκής:
    \достаточныйые основа́ния οἱ ἀρκετοί λόγοί быть \достаточныйым ἐπαρκώ, φτάνω.

    Русско-новогреческий словарь > достаточный

  • 5 зиачительный

    зиачи́тельн||ый
    прил
    1. (большой) σημαντικός / ἀρκετός, πολύς (о мере, степени, количестве и т. п.):
    \зиачительныйая су́мма τό σημαντικό ποσό·
    2. (важный) σημαντικός, σπουδαίος, σοβαρός:
    играть \зиачительныйую роль παίζω σπουδαίο ρόλο· \зиачительныйые события σημαντικά γεγονότα·
    3. (выразительный) ἐκφραστικός, ἐμφαντικός, μέ σημασία:
    \зиачительныйый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > зиачительный

  • 6 хватать

    хват||ать
    несов
    1. (схватывать) ἀρπάζω, πιάνω, τσακώνω:
    \хватать рукой ἀρπάζω μέ τήν χούφτα· \хватать зубами πιάνω μέ τά δόντια· \хватать за шиворот ἀρπάζω ἀπ' τόν γιακά· \хватать на лету́ ἀρπάζω στά πεταχτά·
    2. (приобретать поспешно) παίρνω βιαστικά:
    \хватать что попа́ло παίρνω ὀτι βρῶ μπροστά μου·
    3. (быть достаточным) εἶμαι ἀρκετός, ἐπαρκώ, φθάνω:
    мне не \хвататьает времени δέν μοῦ φθάνει ὁ χρόνος· этого вполне \хватать ает αὐτό ἀρκεῖ θαυμάσια· ◊ он звезд с неба не \хвататьает δέν πιάνει πουλιά στον ἀέρα· этого только (еще) не \хвататьало! αὐτό μᾶς ἐλειπε!

    Русско-новогреческий словарь > хватать

  • 7 значительный

    [ζνατσίτιλ'νυϊ] εκ. αρκετός

    Русско-греческий новый словарь > значительный

  • 8 значительный

    [ζνατσίτιλ'νυϊ] επ αρκετός

    Русско-эллинский словарь > значительный

  • 9 богатый

    επ., βρ: -гат, -а, -о
    1. πλούσιος•

    -ая страна πλούσια χώρα•

    богатый человек πλούσιος άνθρωπος.

    ουσ. ο πλούσιος•

    богатый и в будни пирует, а бедный в праздник горюет παρμ. ο πλούσιος και τις καθημερινές γλεντάει, όμως ο φτωχός και τις γιορτές πικραίνεται.

    2. πολυτελής•

    -ое убранство πλούσια επίπλωση.

    3. μτφ. μεγάλος, αρκετός•

    богатый урожай μεγάλη σοδειά•

    богатый опыт πλούσια πείρα.

    εκφρ.
    чем -ты, тем и рады – (σε μουσαφίρη) ό,τι υπάρχει στο φτωχικό μας θα φάμε.

    Большой русско-греческий словарь > богатый

  • 10 довольно

    επίρ.
    1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•

    довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.

    2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•

    с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.

    3. αρκετά, επαρκώς•

    довольно поздно αρκετά αργά•

    довольно красивая αρκετά όμορφη•

    довольно хорошо αρκετά καλά•

    -молод αρκετά νέος•

    прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.

    4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•

    довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•

    довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•

    тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•

    довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.

    Большой русско-греческий словарь > довольно

  • 11 достаточный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    1. αρκετός, επαρκής, ικανός•

    -ые основания для отказа αρκετοί λόγοι για άρνηση.

    2. παλ. εύπορος, ευκατάστατος•

    -ая семья εύπορη οικογένεια.

    Большой русско-греческий словарь > достаточный

  • 12 обеспеченный

    επ. από μτχ.
    εξασφαλισμένος• επαρκής, αρκετός.

    Большой русско-греческий словарь > обеспеченный

  • 13 самодовлеющий

    επ. (γραπ. λόγος)• αυτάρκης, επαρκής, αρκετός. || που ενέχει αξία• αυτοτελής.

    Большой русско-греческий словарь > самодовлеющий

  • 14 хороший

    επ., βρ: -ρόπΐ
    -έ, -ό.
    1. καλός•

    -человек καλός άνθρωπος•

    -ая лошадь καλό άλογο•

    хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•

    -аппетит καλή όρεξη•

    хороший совет καλή συμβουλή•

    хороший конец καλό τέλος•

    -ая мысль καλή σκέψη•

    -пример καλό παράδειγμα•

    -ее настроение καλή διάθεση•

    -ая погода καλός καιρός.

    || πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•

    хороший организатор καλός οργανωτής•

    хороший музыкант καλός μουσικός.

    -ее ουσ. ουδ. το καλό.
    2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•

    -ие деньги καλά χρήματα•

    хороший рост καλό ανάστημα.

    || γερός, δυνατός•

    получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.

    3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.
    4. προσφιλής, αγαπητός.
    εκφρ.
    по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > хороший

См. также в других словарях:

  • ἀρκετός — sufficient masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκετός — ή, ό (Α ἀρκετός, ή, όν) [αρκώ] ο επαρκής, ο ικανοποιητικός νεοελλ. (με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία») αρχ. το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια …   Dictionary of Greek

  • αρκετός — ή, ό επίρρ. ά επαρκής, ικανός, όσος χρειάζεται: Τον έχω συναντήσει αρκετές φορές. – Αρκετά δούλεψες, κάτσε τώρα να ξεκουραστείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρκετά — ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc pl ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc/acc dual ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετῶν — ἀρκετός sufficient fem gen pl ἀρκετός sufficient masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετόν — ἀρκετός sufficient masc acc sg ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεταί — ἀρκετός sufficient fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετοῖς — ἀρκετός sufficient masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετοί — ἀρκετός sufficient masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετούς — ἀρκετός sufficient masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετή — ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»