αργης

  • 61Γκαμπόρ, Ντένις — (Dennis Gabor, Βουδαπέστη 1900 – 1979). Ούγγρος φυσικός επιστήμονας. Αποφοίτησε το 1924 από το πολυτεχνείο του Βερολίνου, από το οποίο έλαβε διδακτορικό τίτλο το 1927. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του παρακολουθούσε παράλληλα μαθήματα στη σχολή… …

    Dictionary of Greek

  • 62Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 63Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …

    Dictionary of Greek

  • 64Κοέν, Στάνλεϊ — (Stanley Cohen, Μπρούκλιν 1922 –). Αμερικανός βιοχημικός και βιολόγος, ρωσικής καταγωγής. Σπούδασε ζωολογία και βιοχημεία σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και στη διάρκεια των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών του διεξήγαγε έρευνες σχετικά με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 65Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …

    Dictionary of Greek

  • 66Κύκλωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν δύσμορφα όντα με τερατώδη όψη, γιγάντιο ανάστημα και έφεραν ένα και μοναδικό μάτι στη μέση του μετώπου. Οι Κ. (Οδύσσεια, ι) ήταν λαός ποιμένων, οι οποίοι περιφρονούσαν τους θεούς, δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 67λιμναίος οικισμός — Οικισμός που δημιουργείται από καλύβες ορθωμένες πάνω σε ένα σανίδωμα, το οποίο υποστηρίζεται από πασσάλους μπηγμένους στον πυθμένα ή στις όχθες μιας λίμνης ενός βάλτου ή ενός τενάγους από τύρφη. Αρκετά διαδεδομένοι κατά τη νεολιθική εποχή (περ.… …

    Dictionary of Greek

  • 68Μάρεϊ, Τζόζεφ Έντουαρντ — (Joseph Edward Murray, Μίντφορντ, Μασαχουσέτη 1919 –). Αμερικανός χειρουργός. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σε στρατιωτικά νοσοκομεία κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, βρέθηκε πολλές φορές… …

    Dictionary of Greek

  • 69Μέγερχολντ, Βσέβολοντ Εμίλιεβιτς — (Vsevolod Emilievich Meyerhold, Πέντσα 1874 – 1940). Ρώσος ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Αποφοίτησε το 1898 από τη Φιλοδραματική Εταιρεία της Μόσχας και κατόπιν προσελήφθη στο θέατρο Τέχνης, όπου εργάστηκε ως ηθοποιός και… …

    Dictionary of Greek

  • 70Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …

    Dictionary of Greek