-
1 αργά арга][/*] εκίρ. медленно
[аргальСс] ουσ. а ткацкий станок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αργά арга][/*] εκίρ. медленно
-
2 поздно
поздно αργά· уже \поздно είναι πια αργά· \поздно вечером αργά το βράδυ* * *уже́ по́здно — είναι πια αργά
по́здно ве́чером — αργά το βράδυ
-
3 поздно
1. επίρ. αργά•поздно вечером αργά το βράδυ•
поздно ночью αργά τη νύχτα.
2. ως κατήγ. είναι αργά•уж поздно είναι πια αργά.
-
4 поздно
поздно1. нареч ἀργά:\поздно вечером ἀρ-γά τό βράδυ· лу́чше \поздно, чем никогда погов. κάλλιο ἀργά πάρά ποτέ· рано или \поздно ἀργά ἡ γρήγορα·2. предик безл εἶναι ἀργά. -
5 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
6 ползти
ползу, ползшь, παρλθ. χρ. полз-ла, -лоρ.δ.1. έρπω, ερπύζω, σέρνομαι με την κοιλιά•червь ползт по земле το σκουλήκι σέρνεται στη γη•
ползти вверх ανέρπω•
ползти вокруг περιέρπω.
2. μτφ. αργοκινούμαι, βραδυ-κινούμαι. || μεταδίνομαι αργά (για ήχους). || ρέω, χύνομαι, αργά.3. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω• περιελίσσομαι.4. ελίσσομαι, βαίνω ο-φιοειδώς (για δρόμο κ.τ.τ.).5. (για χρόνο)• περνώ, διαβαίνω αργά.6. ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι, βγαίνω, πέφτω. || πέφτω, ξεκόβομαι βαθμιαία• κατολισθαίνω•берег -зт η όχθη (ακτή) ξεκόβεται από λίγο-λίγο;
7. ξεφτίζομαι. || χύνομαι από το φούσκωμα•тсто -зт из квашни το ζυμάρι χύνεται από το δοχείο.
|| (για βρέφη) μπουσουλώ, -ιζω. -
7 цедить
цежу, цедишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. цеженный, βρ: -жен, -а, -оρ.δ.μ.1. στραγγίζω, σουρώνω•цедить молоко через цедилку στραγγίζω το γάλα με το στραγγιστήρι.
2. πίνω αργά•цедить чай πίνω αργά το τσάι.
|| χύνω αργά. (δια στενής οπής).3. αργοπροφέρω, αργομιλώ.στραγγίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 далеко
далеко μακριά ещё \далеко ид ти? είναι ακόμα μακριά; έχου με πολύ δρόμο ακόμα; очень \далеко πολύ μακριά не очень \далеко όχι πολύ μακριά ◇ \далеко за полночь αργά μετά τα μεσάνυχτα* * *ещё далеко́ идти́? — είναι ακόμα μακριά; έχουμε πολύ δρόμο ακόμα
о́чень далеко́ — πολύ μακριά
не о́чень далеко́ — όχι πολύ μακριά
••далеко́ за́ полночь — αργά μετά τα μεσάνυχτα
-
9 медленно
-
10 ночью
ночью τη νύχτα· мы вернёмся поздно \ночью θα γυρίσουμε αργά τη νύχτα* * *мы вернёмся по́здно но́чью — θα γυρίσουμε αργά τη νύχτα
-
11 удобно
удобно 1. нареч. βολικά, άνετα· \удобно устроиться βολεύομαι βολικά 2. предик. είναι καλά* вам \удобно? νιώθετε καλά (или βολευτήκατε); \удобно ли прийти так поздно? κάνει να έρθω τόσο αργά;* * *1. нареч.βολικά, άνετα2. предик.удо́бно устро́иться — βολεύομαι βολικά
вам удо́бно? — νιώθετε καλά ( или βολευτήκατε)
удо́бно ли прийти́ так по́здно? — κάνει να έρθω τόσο αργά
-
12 уже
уже ήδη, πια, κιόλας* \уже двенадцать часов είναι πια δώδεκα η ώρα; \уже наступила жара πιάσανε κιόλας οι ζέστες; \уже поздно είναι ήδη αργά* * *ήδη, πια, κιόλαςуже́ двена́дцать часо́в — είναι πια δώδεκα η ώρα
уже́ наступи́ла жара́ — πιάσανε κιόλας οι ζέστες
уже́ по́здно — είναι ήδη αργά
-
13 чем
I чем Ι те. п. от что Ι II чем II союз 1) από» παρά· книга интереснее, чем журнал το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό* лучше поздно, чем никогда κάλλιο αργά пара, ποτέ; \чем скорее, тем лучше όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο 2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...) ◇ \чем... тем... όσο... τόσο... II чем дат. л. от что I* * *I тв. п. от что I II союз1) από, παράкни́га интере́снее, чем журна́л — το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό
лу́чше по́здно, чем никогда́ — κάλλιο αργά παρά ποτέ
чем скоре́е, тем лу́чше — όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο
2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...)••чем... тем —... όσο... τόσο…
-
14 шагом
-
15 далеко
далеко́нареч μακριά, μακρυά, μακράν:\далеко от города μακρυά ἀπ' τήν πόλη· зайти ·\далеко в лес προχωρώ βαθειά στό δάσος· ◊ \далеко за полночь ἀργά μετά τά μεσάνυχτα· \далеко не сразу πολύ ἀργά, ὄχι ἀμέσως· выходить \далеко за пределы βγαίνω πολύ ἐξω ἀπό τά ὀρια, ξεπερνάω πολύ τά δριά она \далеко не красавица ἀπέχει πολύ ἀπό τό νά εἶναι καλλονή· он \далеко пойдет θά ἔχει μέλλον, θά προοδέψει· \далеко зайти в чем-л. τό παρακάνω· тебе до него́ \далеко δέν φτάνεις ὁὔτε τό νυχάκι του. -
16 допоздна
допозднанареч ὡς ἀργά, ὡς τήν τα:засидеться \допоздна παρακάθομαι κάπου ἀργά. -
17 далеко
κ. далеко1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.
2. ως κατηγ. είναι μακριά•до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•
ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.
3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.
εκφρ.далеко за... – α) αργά, πάρωρα•далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•далеко не – καθόλου διόλου•далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•далеко зайти – προχωρώ πολύ•выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια... -
18 дотянуть
-яну, -янвшь ρ.σ.μ.1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.
3. τραβώ ως το τέλος.4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.
5. βραδύνω, παρατείνω.6. περνώ, τα βολεύω.1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο). -
19 черепаха
-и θ.1. η χελώνα•сухопутная черепаха χελώνα της ξηράς•
морская черепаха θαλάσσια χελώνα•
болотная черепаха η χελωδίνη.
2. το όστρακο της χελώνας (για κατασκευή αντικειμένων).εκφρ.как черепаха ή -ой.идти, ехать – πηγαίνω σαν τη χελώνα, με βήματα αργά (προχωρώ, προοδεύω αργά). -
20 шаг
-а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. -и α.1. το βήμα•короткий шаг βραχύ βήμα•
длинный шаг μακρύ βήμα.
|| πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).2. το βάδισμα•замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•
ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.
(στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•
рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•
важный шаг σοβαρό βήμα.
4. (τεχ.) διάστημα•шаг винта το βήμα του κοχλία•
шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•
длина -а το μήκος του βήματος.
εκφρ.первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•-у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•-у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.
См. также в других словарях:
Ἄργα — Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc/acc dual Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἄργᾱ , Ἄργος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργά — (Μ ἀργά) επίρρ. [αργός II] 1. σιγά, χωρίς βιασύνη 2. άκαιρα, παράκαιρα 3. το βραδάκι 4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας 5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα 6. ως ουσ. το βράδι 7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος β) «κάλλιο… … Dictionary of Greek
αργά — (συγκρ. αργότερα), επίρρ. 1. τροπ., όχι γρήγορα, σιγά: Περπατούσε στο δρόμο αργά και με το κεφάλι σκυφτό. 2. χρον., μετά την κανονική ώρα: Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε πολύ αργά. 3. το βράδυ, τη νύχτα: Κάθε αυγή και κάθε αργά (παροιμ. φράση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργά — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc pl ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc dual ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc pl ἀ̱ργά̱ , ἀργός 2 not working the ground fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργᾶ — Ἀργᾶς masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλλὰ τὰ μὲν προβέβηκεν, ἀμήχανόν ἐστι γένεσθαι Ἀργά. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τἄργα — Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc/acc dual Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἄργᾱ , Ἄργος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάεντα — ἀργά̱εντα , ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl (doric) ἀργά̱εντα , ἀργήεις white masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργας — Ἄργᾱς , Ἄργη fem acc pl Ἄργᾱς , Ἄργη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάν — ἀργά̱ν , ἀργός 1 shining fem acc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά̱ν , ἀργός 2 not working the ground fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάς — ἀργά̱ς , ἀργός 1 shining fem acc pl ἀ̱ργά̱ς , ἀργός 2 not working the ground fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)