αραιώνω
21αναφουφουδιάζω — και αναφουφουλιάζω ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. αμτβ., ανασηκώνω τα φτερά: Το τρυγόνι καθόταν πάνω στο δέντρο αναφουφουδιασμένο. 2. μτβ., ξαναξαίνω, αραιώνω συμπιεσμένα πούπουλα ή μαλλιά: Έχουμε να αναφουφουδιάσουμε και τα στρώματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
22αποσυμφορώ — και αποσυμφορούμαι ήθηκα, ημένος, αραιώνω, απαλλάσσω (πόλεις, δρόμους) από τη μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων ή ανθρώπων: Αν δεν αποσυμφορηθεί το κέντρο της πρωτεύουσας από την κίνηση οχημάτων, θα είναι σε λίγο αδύνατη η κυκλοφορία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23αριώνω — βλ. αραιώνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)