αραιώνω

  • 11εξαραιώ — (Α ἐξαραιῶ, όω) κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του, αραιώνω …

    Dictionary of Greek

  • 12επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ …

    Dictionary of Greek

  • 13κατατήκω — και δωρ. τ. κατατάκω (Α) 1. τήκω, λειώνω εντελώς, ρευστοποιώ ένα στερεό σώμα 2. διαλύω, αναλύω, αραιώνω («τὰς σάρκας τὸ λίτρον κατατήκει», Ηρόδ.) 3. μτφ. δαπανώ, αφανίζω, καταναλίσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τήκω «λειώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 14κερώ — (I) κερῶ, άω (Α) (επικ. τ. τού κεράννυμι) αναμιγνύω, αραιώνω το κρασί με νερό. (II) κερῶ, άω (Α) [κέρας] καθιστώ κάτι κερατοειδές 2. παίρνω θέση στο κέρας στρατού («ἐδόθη παράγγελμα... τοῑς δ εὐζώνοις κερᾱν», Πολ.) …

    Dictionary of Greek

  • 15λεπταίνω — και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός] 1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ) 2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η… …

    Dictionary of Greek

  • 16μανώ — μανῶ, όω (Α) [μανός] κάνω κάτι πορώδες ή αραιό, χαλαρώνω, αραιώνω, μαλακώνω …

    Dictionary of Greek

  • 17νερώνω — [νερό] 1. (ιδίως σχετικά με κρασί ή γάλα) νοθεύω με νερό, αναμιγνύω, αραιώνω με νερό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νερωμένος, η, ο μισομεθυσμένος, ελαφρά ζαλισμένος …

    Dictionary of Greek

  • 18παρατίλλω — ΜΑ μσν. μέσ. παρατίλλομαι αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών αρχ. 1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.) 2. μέσ. (γενικά) αποσπώ τις τρίχες μου …

    Dictionary of Greek

  • 19τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …

    Dictionary of Greek

  • 20υδατώνω — ὑδατῶ, όω, ΝΜΑ [ὕδωρ, ὕδατος] καθιστώ κάτι υδατώδες, υδαρές νεοελλ. 1. προσδίδω σε κάτι νερό, ενυδατώνω 2. αραιώνω κάτι με την προσθήκη νερού, νερώνω αρχ. παθ. ὑδατοῡμαι, όομαι α) είμαι ή γίνομαι ύδατώδης, υδαρής β) είμαι ή γίνομαι υδρωπικός …

    Dictionary of Greek