από το μηδέν

  • 81Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …

    Dictionary of Greek

  • 82ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 83κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …

    Dictionary of Greek

  • 84ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 85ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 86αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …

    Dictionary of Greek

  • 87μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …

    Dictionary of Greek

  • 88υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… …

    Dictionary of Greek

  • 89ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… …

    Dictionary of Greek

  • 90Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… …

    Dictionary of Greek