από το μηδέν

  • 41Γιούκον — (Yukon). Τοπωνύμια του Καναδά. 1. Διοικητική διαίρεση (536.324 τ. χλμ., 28.700 κάτ. το 2002) του βορειοδυτικού Καναδά, που συνορεύει στα Δ με την Αλάσκα, Ν από τη Βρετανική Κολομβία και Α με τη Βορειοδυτική Περιοχή, ενώ Β βρέχεται από τη θάλασσα… …

    Dictionary of Greek

  • 42Σίγκερ ντε Μπραμπάν — (Siger de Brabant). Γάλλος φιλόσοφος (1235 1282). θεωρείται ως ένας από τους ιδρυτές του δυτικοευρωπαϊκού αβερροϊσμού. Διετέλεσε καθηγητής της Σχολής Τεχνών του πανεπιστήμιου του Παρισιού. Στο έργο του διατύπωσε τη θεωρία του δυαδικού χαρακτήρα… …

    Dictionary of Greek

  • 43αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α …

    Dictionary of Greek

  • 44Ηλιάδης, Μανασσής — (Μελένικο, Μακεδονία 1730; – Βιέννη 1805).Λόγιος κληρικός, ιατροφιλόσοφος και εισηγητής της πειραματικής διδασκαλίας της φυσικής και της χημείας στην ελληνική Ανατολή. Σπούδασε αρχικά στην ελληνική Ακαδημία του Βουκουρεστίου κοντά στον περιώνυμο… …

    Dictionary of Greek

  • 45Μέιφλαουερ — (Mayflower = Λουλούδι του Μάη). Ονομασία πλοίου, το οποίο το 1620 μετέφερε από την Αγγλία στη Μασαχουσέτη 100 (ή 102) Άγγλους Πουριτανούς, τους λεγόμενους Pilgrim Fathers, οι οποίοι ήθελαν να δημιουργήσουν νέα πατρίδα στην Αμερική για να… …

    Dictionary of Greek

  • 46γένεσις — Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αρχίζει με τη διήγηση της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν με μόνο τον λόγο του Θεού, ώστε ο άνθρωπος, που κατέχει μέσα σε αυτόν μοναδική θέση, επειδή… …

    Dictionary of Greek

  • 47γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… …

    Dictionary of Greek

  • 48διακρότημα — Φαινόμενο που οφείλεται σε μία ακολουθία αυξήσεων και ελαττώσεων της έντασης ενός ήχου, ο οποίος προέρχεται από την επαλληλία δύο ηχητικών κυμάνσεων με μικρή διαφορά στο ύψος, δηλαδή στις συχνότητές τους. Γενικότερα, το δ. ορίζεται ως η σύνθεση… …

    Dictionary of Greek

  • 49Κουζέν, Βικτόρ — (Victor Cousin, Παρίσι 1792 – Κάνες 1867). Γάλλος φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Φοίτησε στο λύκειο Καρλομάγνου και στην École Normale. Πολύ γρήγορα διακρίθηκε για το ζωηρό ενδιαφέρον του σχετικά με τα φιλοσοφικά προβλήματα της εποχής του …

    Dictionary of Greek

  • 50απόλυτος — η, ο επίρρ. α 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, απεριόριστος: Η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι το αδύνατο. 2. (φιλοσ.), το ουδ. ως ουσ., το απόλυτο το αυτοτελές, το τέλειο, το άπειρο, αυτό που υπάρχει μόνο για τον εαυτό του: Ο Θεός είναι το απόλυτο, όλα… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)