από το μηδέν

  • 31γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …

    Dictionary of Greek

  • 32Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 33θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 34Βολτέρος — (François Marie Arouet de Voltaire, Παρίσι 1694 – 1778). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε Βολτέρ. Ο Β. υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Λαμπρός μαχητής του λόγου, έγραψε… …

    Dictionary of Greek

  • 35θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που …

    Dictionary of Greek

  • 36συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε …

    Dictionary of Greek

  • 37νεολογισμός — Καινούργια λέξη ή έκφραση που έχει εισαχθεί σε μια γλώσσα. Ενώ οι κατασκευές λέξεων από το μηδέν (π.χ. Kodak, που θέλει να αναπαραγάγει τον θόρυβο από το άνοιγμα και το κλείσιμο του φωτογραφικού φακού ή η γαλλική λέξη gaz, που είναι μια αλλοίωση… …

    Dictionary of Greek

  • 38γραμμικά φάσματα — (Αστρον.). Ταφάσματα που δεν παρουσιάζουν συνεχή κατανομή της ακτινοβολίας, αλλά ορισμένες γραμμές που αντιστοιχούν σε ένα σύνολο διακριτών μηκών κύματος. Οι γραμμές αυτές είτε είναι φωτεινές, όταν εκπέμπεται ακτινοβολία από τα άτομα, είτε… …

    Dictionary of Greek

  • 39κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 40ανάπηξη — Φαινόμενο στο οποίο οφείλεται η πήξη του πάγου, που έχει υγροποιηθεί, εξαιτίας της εφαρμογής μηχανικής πίεσης. Το σημείο πήξης των υγρών είναι χαρακτηριστικό και σταθερό για ένα σώμα, όταν η πήξη γίνεται κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση. Όταν το… …

    Dictionary of Greek