-
1 сверху
επίρ.1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.
2. από πάνω, εκ των άνω•вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•
вид сверху άποψη από πάνω•
смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.
3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.
εκφρ.сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•сверху донизу – από πάνω ως κάτω•провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση). -
2 сверх
πρόθ. με γεν.1. επάνω, από πάνω•сверх платья она надела плащ πάνω από το φόρεμα αυτή φόρεσε αδιάβροχο.
|| υπεράνω•смотреть на собеседника сверх очков κοιτάζω τον συνομιλητή πάνω από τα ματογυάλια.
2. επί πλέον, επιπρόσθετα, περιπλέον, παραπανήσια,3. υπέρ, υπεράνω, παραπάνω• πάνω από•сверх сил πάνω από τις δυνάμεις•
сверх меры υπέρμετρα, πάνω από το μέτρο•
сверх плана πάνω από το πλάνο•
сверх штата υπεράριθμος.
4. παρά•сверх обыкновения παρά τη συνήθεια.
-
3 сверху
сверхунареч1. (на поверхности) ἀποπάνω, ἀνωθεν:напиши \сверху γράψε ἀπο-πάνω·2. (с высоты) ἀπό ψηλά, ἐξ ὕψους:вид \сверху ἡ κάτοψις, ἡ ἄποψη ἀπό ψηλα· смотреть \сверху вниз а) κοιτάζω ἀπό πάνω προς τά κάτω, б) перен κοιτάζω ἀφ· ὑψηλού·3. перен ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω, ἀπό πάνω:директива \сверху ἐντολή ἀπό πάνω· ◊ \сверху донизу а) ἀπό πάνω ὡς κάτω, б) перен ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια (с головы до пят)· глядеть \сверху вниз на кого-л. κυττάζω κάποιον ἀφ' ὑψηλοῦ. -
4 свыше
1. επίρ. παλ. • από πάνω, αποτον ουρανό ή το θεό. || από πάνω (από τις ανώτερες αρχές).2. (πρόθεση με γεν.)• πάνω απο, παραπάνω απο, περισσότερο απο, υπέρ•это было свыше его сил αυτό ήταν παραπάνω από τις δυνάμεις του•
свыше меры υπέρ το μέτρο (υπέρμετρα)•
собралось свыше трёх тысяч человек συγκεντρώθηκαν πάνω από τρεις χιλιάδες άνθρωποι.
-
5 над
κ. надо (πρόθεση με οργν.)11. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•
лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•
над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.
2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•
диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•
диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•
начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.
|| για, διά•трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.
|| με•смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.
|| σε, προς•насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•
сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.
-
6 сверху
-
7 поверху
επίρ.από πάνω, από το επάνω μέρος. || μτφ. επιφανειακά, επιπόλαια, ακροθιγώς, πάνω-πάνω, άκρες-άκρες. -
8 плечо
-а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.1. ώμος, πλάτη•взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•
-и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•
на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).
2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.
εκφρ.за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα). -
9 башня
ο πύργος· водонапорная - ύδρευσης, ο υδατόπυργος- крана - του γερανού, η βάση του γερανού σε σχήμα πύργουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > башня
-
10 изложница
η μήτρα, ο τύπος, το καλούπι--, заполняемая снизу - με πλήρωση απόκάτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изложница
-
11 нависать
нависатьнесов, нависнуть сов1. (свисать) κρέμομαι ἀπό πάνω, ἐπικρέμα-μαι, ὑψώνομαι:скалы нависли над морем οἱ βράχοι ὑψώνονται πάνω ἀπό τή θάλασσα·2. перен (угрожать) ἐπαπει-λοῦμαι:нависла опасность ἐπαπειλεΐται κίνδυνος. -
12 далеко
κ. далеко1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.
2. ως κατηγ. είναι μακριά•до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•
ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.
3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.
εκφρ.далеко за... – α) αργά, πάρωρα•далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•далеко не – καθόλου διόλου•далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•далеко зайти – προχωρώ πολύ•выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια... -
13 гора
-ы θ.1. βουνό, όρος•ледяная гора παγόβουνο•
снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).
2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•гора ящиков βουνό από κιβώτια.
3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).εκφρ.гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•-у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•под -у идти ή катиться – κ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•- мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή. -
14 верхом
ве́рхомнареч1. ἀπό πάνω, ἀπό ψηλά:идти́ \верхом πηγαίνω ἀπό τόν ἀπάνω δρόμὁ.2. (выше краев) разг ξέχειλα, ὡς ἀπάνω.верхо́м нареч καβάλ(λ)α, ἐφιππος:ездить \верхом πάω καβάλλα, πηγαίνω ἐφιππος, κάνω ίππασία. -
15 пята
-ы, πλθ. пяты, пят, пятам θ.βλ. пятка (1 σημ.).πόδι.(τεχ.) στήριγμα.εκφρ.до пят – ως τη φτέρνα (πολύ μακρύς)•по -ам – κατά πόδας, στο κοντό•под -ой – κάτω από το πέλμα (του καταχτητή κ.τ.τ.)• υποδουλωμένος•с (от) головы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια, από πάνω ως κάτω. -
16 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
17 верхотура
-ы θ. (απλ.) το άνω μέρος, το επάνω πάτωμα•жить на -е ζω στο επάνω πάτωμα•
свалиться с -ы πέφτω από πάνω, από ψηλά.
-
18 измерить
измерить 1ρ.σ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•измерить температуру тела μετρώ τη θερμοκρασία του σώματος•
измерить длину μετρώ το μήκος.- глубину чувства (μτφ.) μετρώ το βάθος του αισθήματος.
2. μτφ. γυρίζω πολλά μέρη, περιέρχομαι, περιοδεύω.εκφρ.измерить взглядом (ή глазами, взором) – κοιτάζω από πάνω ως κάτω, από το κεφάλι ως τα πόδια.измерить 2ρ.δ.βλ. измерить.μετριέμαι. -
19 нависший
επ. από μτχ.κρεμαστός, επικρεμάμενος, υψούμενος από πάνω•-ие брови κρεμαστά φρύδια•
-ая скала επικρεμάμενος βράχος•
-
20 оплыть
См. также в других словарях:
πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek