από κεί και

  • 1Κέι, Έλεν Καρολίνα Σοφία — (Ellen Karoline Sofia Key, Γκλαντκάμαρ 1849 – Λίμνη Βατάρ 1926). Σουηδή συγγραφέας. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά, τα λογοτεχνικά και τα πολιτικά ζητήματα, για τα οποία μάλιστα έδωσε διαλέξεις στην… …

    Dictionary of Greek

  • 2Κέι, Άντριαν — (Adriaen Thomasz Key, Αμβέρσα 1544; – 1590;). Φλαμανδός ζωγράφος. Φιλοτέχνησε κυρίως πορτρέτα με εκλεπτυσμένη τεχνοτροπία, ενώ επηρεάστηκε από τον Α. Μόρο. Στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται Ο ιππότης Ιωάννης του Μορνιόλ (Μουσείο Μάγιερ… …

    Dictionary of Greek

  • 3Τερκς και Κάικος — Βρετανική αποικία της νησιωτικής Κεντρικής Αμερικής, η οποία αποτελείται από τα νησιά Τερκς και τα Κάικος, με συνολική έκταση 430 τ. χλμ. και πληθυσμό 13. 000 κάτ., τα 2/3 των οποίων είναι νέγροι και οι υπόλοιποι κυρίως μιγάδες.Τα Τ. και Κ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 5Πιτσαμάνος ή Πιτζαμάνος — (και Μπιτζαμάνος). Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί αρκετοί μεταβυζαντινοί ζωγράφοι, η συγγένεια και η σχέση των οποίων δεν έχει εξακριβωθεί, ούτε πολλά στοιχεία σχετικά με τη ζωή τους είναι γνωστά. Κατά μια εκδοχή, η οικογένεια κατάγεται από τη… …

    Dictionary of Greek

  • 6εκείθε — και εκείθενες και κείθε (AM ἐκεῑθεν και κεῑθεν) επίρρ. 1. από κει, από κείνη τη μεριά 2. εκεί πέρα 3. προς τα κει αρχ. 1. από κείνο το γεγονός, από αυτόν τον λόγο 2. (για χρόνο) τότε, μετά απ αυτά …

    Dictionary of Greek

  • 7εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …

    Dictionary of Greek

  • 8άερα — και κάερα ή άιρα και κάιρα από ‘δω κι από ‘κει, πέρα δώθε, τήδε κακείσε, απρογραμμάτιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …

    Dictionary of Greek

  • 9τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek