από έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
1κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… …
2πανούκλα — η, ΝΜ η νόσος πανώλης νεοελλ. 1. γυναίκα κακή και άσχημη 2. φρ. «απ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα» λέγεται για καθετί κακό, το οποίο όμως έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πανούκλα < λατ. panucula, υποκορ. τού panus «πηνίο,… …
3έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πανούκλα — η 1. αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, αλλ. πανώλης: Κάθε χρόνο στην Ασία πεθαίνουν πολλά άτομα από πανούκλα. 2. μτφ., κακιά, μοχθηρή, άσχημη γυναίκα: Αυτή η πανούκλα, η γυναίκα του, τον έφαγε τον άνθρωπο. 3. φρ., «Απ έξω κούκλα και μέσα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)