-
1 απόφαση
[апофаси] ουσ. Θ. решение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απόφαση
-
2 решение
решен||иес1. ἡ ἀπόφαση [-ις]:\решение суда ἡ δικαστική ἀπόφαση· \решение общего собрания ἡ ἀπόφαση τής γενικής συνέλευσης· он не изменил своего \решениеия δέν ἄλλαξε τήν ἀπόφαση του· принимать \решение ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση· выносить \решение ἐκδίδω ἀπόφαση· приходить к \решениеию καταλήγω στήν ἀπόφαση·2. (задачи и т. ἡ.) ἡ λύση [-ις]. -
3 приговор
-а α.1. απόφαση•обвинительный приговор καταδικαστική απόφαση•
оправдательный αθωοτική απόφαση•
смертный приговор καταδίκη σε θάνατο (θανατική καταδίκη)•
приговор суда присяжных απόφαση των ενόρκων•
отменить приговор ακυρώνω την δικαστική απόφαση•
вынести приговор βγάζω δικαστική απόφαση•
привести в исполнение -а εκτελώ δικαστική απόφαση.
|| επίκριση, κα-δίκη.2. -вор ψίθυρος, σιγομίλημα, μουρμουρητό. || ρητό, απόφθεγμα, γνωμικό, παροιμία. -
4 резолюция
-и θ.1. απόφαση•резолюция пленума центрального комитете партии απόφαση της κεντρικής επιτροπής του κόμματος•
предложить -ю προτείνω απόφαση•
вынести -ю βγάζω απόφαση•
принять -ю παίρνω απόφαση•
обсудить -ю συζητώ την απόφαση.
2. απόφανση• γνωμάτευση•передать заявление на -ю директора παραδίδω την αίτηση για γνωμάτευση στο διευθυντή.
-
5 решение
-я ουδ.1. απόφαση•решение общего собрания απόφαση της γενικής συνέλευσης•
суда απόφαση του δικαστηρίου•
заочное решение ερήμην απόφαση•
решение присяжных απόφαση των ε-- ναρκών•
-я съезда αποφάσεις του συνεδρίου-- комиссии απόφαση της επιτροπής.
2. λύση•решение задачи λύση του προβλήματος•
решение кроссворда η λύση του σταυρόλεξου.
-
6 резолюция
резолюция ж η απόφαση; принять \резолюцияю παίρνω απόφαση* * *жη απόφασηприня́ть резолю́цию — παίρνω απόφαση
-
7 решение
решение с 1) η απόφαση* принять \решение παίρνω απόφαση, αποφασίζω 2) (задачи и т. л.) η λύση* * *с1) η απόφασηприня́ть реше́ние — παίρνω απόφαση, αποφασίζω
2) (задачи и т. п.) η λύση -
8 приговор
приговорм1. ἡ ἀπόφαση (δικαστηρίου) I ἡ καταδίκη (обвинительный):смертный \приговор ἡ καταδίκη σέ θάνατο· оправдательный \приговор ἡ ἀθωωτική ἀπόφαση вынести \приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση привести \приговор в исполнение ἐκτελώ τήν ἀπόφαση τοῦ δικαστηρίου·2. перен ἡ κρίση [-ις]. -
9 вынести
-есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.
|| γράφω, σημειώνω•вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.
|| υποβάλλω, φέρω•решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.
2. μεταφέρω γρήγορα.3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.
4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.
5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.
6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•
вынести резолюцию παίρνω απόφαση•
вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•
решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).
εκφρ.вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα. -
10 постановление
-я ουδ.1. απόφαση (κολλεχτιβίστικη)•постановление общего собрания απόφαση γενικής συνέλευσης•
вынести постановление βγάζω απόφαση.
2. διάταξη, διαταγή•постановление совета министров απόφαση του υπουργικού συμβουλίου.
-
11 выносить
вы́носить Iсов см. вынашивать.выноси́ть IIнесов1. βγάζω ἐξω, κουβα-λῶ, μεταφέρω/ ἀποκομίζω (уносить)/ ἐκ-βράζω, ρίχνω (выбрасывать течением)-2. (на обсуждение) ὑποβάλλω, θέτω γιά συζήτηση·3. (решение) ἐκδίδω, βγάζω:\выносить приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση· \выносить резолюцию ἐκδίδω ἀπόφαση, παίρνω ἀπόφαση·4. перен (терпеть, выдерживать) ἀνέχομαι, ὑποφέρω, ὑπομένω, ἀντέχω:\выносить жару́ ὑποφέρω τή ζέστη· он не выносит шу́ток δέν σηκώνει ἀστεΐα· ◊ не \выносить кого́-л. δέν ὑποφέρω κάποιον· \выносить убеждение σχηματίζω τήν πεποίθηση· \выносить впечатление ἀποκομίζω ἐντύπωση. -
12 резолюция
резолюция я ж ἡ ἀπόφαση [-ις]:принимать \резолюцияию παίρνω ἀπόφαση· выносить \резолюцияию βγάζω ἀπόφαση. -
13 решать
реш||атьнесов1. (принимать решение) ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση/ βγάζω ἀπόφαση (в суде):я \решатьйл остаться дома ἀποφάσισα νά μείνω στό σπίτι· \решать дело в чью-л. пользу (в суде) βγάζω ἀπόφαση ὑπέρ τίνος· это \решатьено εἶναι ἀποφασισμένο·2. (задачу и т. ἡ.) λύ(ν)ω:\решать задачу λύ(ν)ω τό πρόβλημα· это \решатьа́ет исход дела αὐτό κρίνει τήν ἐκβαση τής ὑπόθεσης· это не \решатьа́ет вопроса αὐτό δέ λύει τό ζήτημα. -
14 вердикт
-а α.ετυμηγορία, απόφαση•вердикт присяжных η ετυμηγορία των ενόρκων•
оправдательный вердикт αθωωτική απόφαση•
обвинительный -καταδικαστική απόφαση.
-
15 решить
-щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.1. αποφασίζω•он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.
2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.
3. λύνω•решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•
решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•
решить уравнение λύνω την εξίσωση•
решить загадку λύνω το αίνιγμα•
решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.
4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.5. τελειώνω, περατώνω.6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.εκφρ.решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•- шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.
3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•решить жизни πεθαίνω.
-
16 вынести
вынести 1) βγάζω, μεταφέρω 2) (вытерпеть) υποφέρω, ανέ χομαι, βαστώ ◇ \вынести впечатле ние αποκομίζω εντύπωση· \вынести резолюцию παίρνω απόφαση* * *1) βγάζω, μεταφέρω2) ( вытерпеть) υποφέρω, ανέχομαι, βαστώ••вы́нести впечатле́ние — αποκομίζω εντύπωση
вы́нести резолю́цию — παίρνω απόφαση
-
17 постановить
постановить αποφασίζω· παίρνω απόφαση (вынести резолюцию)* * *αποφασίζω; παίρνω απόφαση ( вынести резолюцию) -
18 постановление
-
19 приговор
приговор м η καταδίκη· обвинительный \приговор η καταδικαστική απόφαση* * *мη καταδίκηобвини́тельный пригово́р — η καταδικαστική απόφαση
-
20 намерен:ие
намерен:||иес ὁ σκοπός, ἡ πρόθεση[-ις], ἡ ἀπόφαση [-ις]:твердое \намерен:иеие ἡ σταθερή ἀπόφαση· добрые \намерен:иеия οἱ καλές διαθέσεις· он уехал с \намерен:иеием больше не возвраща́ться ἐφυγε μέ σκοπό[ν] νά μήν ἐπιστρέψει ποτέ.
См. также в других словарях:
απόφαση — η 1. η ύστερα από σκέψη γνώμη για κάτι: Δε βγήκε ακόμη η απόφαση του δικαστηρίου. 2. αποτόλμηση, θυσία: Πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Φρ. «Το πήρ απόφαση», πείστηκε πως δε γίνεται αλλιώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόφαση — η (AM ἀπόφασις) [αποφαίνω] 1. οριστική γνώμη, τελική κρίση 2. δικαστική απόφαση, ετυμηγορία νεοελλ. 1. διαταγή, διάταξη 2. φρ. «το πήρε απόφαση» πείστηκε οριστικά αρχ. μσν. απάντηση, απόκριση αρχ. κατάλογος, απογραφή … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek