-
1 απόγονος
[апогонос] ουσ. а. потомок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απόγονος
-
2 потомок
1. (человек по отношению к тому, от кого он ведет свой род) о απόγονος, ο επίγονος, ο έκγονος 2. -ки мн. (люди будущих поколений) οι απόγονοι, οι μέλλουσες γενεές, οι επίγονοι, οι έκγονοι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потомок
-
3 отпрыск
отпрыскм I. бот· ἡ παραφυάδα, τό ἀποστροφάδι, τό βλαστάρι·2. перен ὁ ἀπόγονος, τό ἀποσπόρι, ὁ ἐπίγονος. -
4 потомок
потом||окм1. ὁ ἀπόγονος, ὁ ἐπίγονος· 2.:\потомокки мн. (будущие поколения) οἱ ἀπόγονοι, οἱ ἐπίγονοι, ὁ£ μεταγενέστεροι, οἱ μέλλουσες γενεές. -
5 отпрыск
-а α.1. βλαστός, -άρι, φιντάνι•корневые -и βλαστάρια από τη ρίζα•
размножение -эми πολλαπλασιασμός με βλαστάρια.
2. μτφ. απόγονος νεαρός. -
6 последыш
-а α.1. (απλ.) απογέννημα, αποσπόρι, στερνοπαίδι, διγόνι, υστερότοκο τέκνο. || τελευταίος απόγονος (γένους, οίκου).,2. μτφ. υπόλειμμα•последыш идеализма υπόλειμμα του ιδεαλισμού.
-
7 потомок
-мка α.1. απόγονος, επίγονος.2. πλθ. -и οι απόγονοι, οι μέλλουσες γενεές.
См. также в других словарях:
ἀπόγονος — born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόγονος — ο (AM ἀπόγονος, ον) [γόνος] αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον νεοελλ. οι απόγονοι 1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι 2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές … Dictionary of Greek
απόγονος — ο αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον: Είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπόγονον — ἀπόγονος born masc/fem acc sg ἀπόγονος born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνοις — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνοισι — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνου — ἀπόγονος born masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνους — ἀπόγονος born masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνων — ἀπόγονος born masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνῳ — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόγονα — ἀπόγονος born neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)