Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απόγονος

См. также в других словарях:

  • ἀπόγονος — born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόγονος — ο (AM ἀπόγονος, ον) [γόνος] αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον νεοελλ. οι απόγονοι 1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι 2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές …   Dictionary of Greek

  • απόγονος — ο αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον: Είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπόγονον — ἀπόγονος born masc/fem acc sg ἀπόγονος born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογόνοις — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογόνοισι — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογόνου — ἀπόγονος born masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογόνους — ἀπόγονος born masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογόνων — ἀπόγονος born masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογόνῳ — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόγονα — ἀπόγονος born neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»