Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

απρόσεκτος

См. также в других словарях:

  • ἀπρόσεκτος — heedless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόσεκτος — κ. απρόσεχτος, η, ο (Μ ἀπρόσεκτος, ον) αυτός που δεν προσέχει, ο επιπόλαιος νεοελλ. ο απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσέκτως — ἀπρόσεκτος heedless adverbial ἀπρόσεκτος heedless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσεκτον — ἀπρόσεκτος heedless masc/fem acc sg ἀπρόσεκτος heedless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσέκτους — ἀπρόσεκτος heedless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσκοπος — (I) η, ο (AM ἄσκοπος, ον) [σκοπώ ( έω)] 1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος 2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος αρχ. 1. ο αθέατος, ο αόρατος 2. ο απροσδόκητος 3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί. (II) ἄσκοπος, ον (Α) [σκοπός]… …   Dictionary of Greek

  • αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • αμετάστρεπτος — η, ο (Α ἀμετάστρεπτος, ον) αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω νεοελλ. αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος αρχ. αδιάφορος, απρόσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μεταστρέφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί] …   Dictionary of Greek

  • ανεικαιότης — ἀνεικαιότης, η (Α) διάκριση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»] …   Dictionary of Greek

  • ανεπίσκεπτος — ἀνεπίσκεπτος, ον (Α) 1. ανεξέταστος, απαρατήρητος 2. αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν 3. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, ανεπιστήμονας 4. απρόσεκτος, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • ανεπίστατος — ἀνεπίστατος, ον (Α) απρόσεκτος, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει, τραβώ την προσοχή του»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»