-
1 απρόσεκτος
[апросэктос] εκ. невнимательный, неосторожный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απρόσεκτος
-
2 невнимательностьый
невнимательность||ыйприл1. ἀφηρημένος (рассеянный)/ ἀπρόσεκτος (небрежный):\невнимательностьыйый слушатель ὁ ἀφηρημένος ἀκροατής·2. (пренебрежительный) ἀδιάφορος, ἀπρόσεκτος/ ἀγενής (невежливый):\невнимательностьыйое отношение к больному ἡ ἀδιαφορία γιά τόν ἀρρωστο· быть \невнимательностьыйым к кому-л. δέν δείχνω λεπτότητα προς κάποιον. -
3 неосторожный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαπρόσεκτος, απρονόητος, απερίσκεπτος•неосторожный человек απρόσεκτος άνθρωπος.
-
4 неисправностьый
неисправность||ыйприл1. (испорченный) ἐλαττωματικός, χαλασμένος, πού ἔχει βλάβη·2. (неаккуратный) ἀπρόσεκτος, ἀμελής:\неисправностьыйый плательщик ὁ κακοπληρωτής. -
5 неосмотрительностьый
неосмотрительность||ыйприл ἀπερίσκεπτος, ἀπρόσεκτος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος:\неосмотрительностьыйый человек ἀσύνετος (или ἀπερίσκεπτος) ἀνθρωπος· \неосмотрительностьыйый поступок ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀστόχαστη πράξη. -
6 неосторожностьый
неосторожность||ыйприл ἀπρόσεκτος, ἀσύνετος / ἀπερίσκεπτος (неосмотрительный). -
7 опрометчнвый
опрометчнв||ыйприл ἀπερίσκεπτος, ἀστόχαστος, ἀλόγιστος/ ἀπρόσεκτος (неосмотрительный). -
8 рассеянный
рассеянн||ыйприл1. (δια)σκορπισμένος, διεσπαρμένος·2. (невнимательный) ἀφηρημένος, ἀπρόσεκτος:\рассеянныйый взгляд τό ἀφηρημένο βλέμμα ◊ \рассеянныйый свет физ. τό δια(κε)χυμένο (или τό διάχυτο) φως· \рассеянныйый образ жизни ἡ ἀκατάστατη ζωή. -
9 невнимательный
[νιβνιμάτιλ’νυΐ] εκ. αφηρημένος, απρόσεκτος -
10 неосмотрительный
[νιασματρίτιλ'νυϊ] εκ. απρόσεκτος -
11 неосторожный
[νιασταρόζνυί] εκ. απρόσεκτος -
12 невнимательный
[νιβνιμάτιλ’νυϊ] επ αφηρημένος, απρόσεκτος -
13 неосмотрительный
[νιασματρίτιλ'νυϊ] επ απρόσεκτος -
14 неосторожный
[νιασταρόζνυϊ] επ απρόσεκτος -
15 неосмотрительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оαπρόσεκτος αστόχαστος, απερίσκεπτος
См. также в других словарях:
ἀπρόσεκτος — heedless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσεκτος — κ. απρόσεχτος, η, ο (Μ ἀπρόσεκτος, ον) αυτός που δεν προσέχει, ο επιπόλαιος νεοελλ. ο απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
ἀπροσέκτως — ἀπρόσεκτος heedless adverbial ἀπρόσεκτος heedless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσεκτον — ἀπρόσεκτος heedless masc/fem acc sg ἀπρόσεκτος heedless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσέκτους — ἀπρόσεκτος heedless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσκοπος — (I) η, ο (AM ἄσκοπος, ον) [σκοπώ ( έω)] 1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος 2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος αρχ. 1. ο αθέατος, ο αόρατος 2. ο απροσδόκητος 3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί. (II) ἄσκοπος, ον (Α) [σκοπός]… … Dictionary of Greek
αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… … Dictionary of Greek
αμετάστρεπτος — η, ο (Α ἀμετάστρεπτος, ον) αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω νεοελλ. αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος αρχ. αδιάφορος, απρόσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μεταστρέφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί] … Dictionary of Greek
ανεικαιότης — ἀνεικαιότης, η (Α) διάκριση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»] … Dictionary of Greek
ανεπίσκεπτος — ἀνεπίσκεπτος, ον (Α) 1. ανεξέταστος, απαρατήρητος 2. αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν 3. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, ανεπιστήμονας 4. απρόσεκτος, απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
ανεπίστατος — ἀνεπίστατος, ον (Α) απρόσεκτος, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει, τραβώ την προσοχή του»] … Dictionary of Greek