απροσδόκητον

  • 1ἀπροσδόκητον — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τἀπροσδόκητον — ἀπροσδόκητον , ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀπροσδόκητον , ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg ἐπροσδόκητον , προσδοκάω expect imperf ind act 2nd dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Aprosdoketon — Ein Aprosdoketon (altgriechisch: ἀπροσδόκητον etwas unerwartetes ) ist ein unvorhergesehenes, überraschend angewandtes, auffälliges Wort beziehungsweise ein Ausdruck anstelle einer zu erwartenden geläufigen Wendung. Es kann als eine Art… …

    Deutsch Wikipedia

  • 4неначинаѥмыи — (1*) пр. Зд. Неожиданный, неожидаемый: рж(с)тво да празнѹють. поне же неначинаемыи даръ чл҃вкомъ дастьсѧ. родитисѧ б҃ью словѹ ѿ м҃рь˫а. дв҃ца на сп(с)нье миру (ἀπροσδόκητον) ПНЧ XIV, 191г. Ср. начинаѥмыи …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 5нечаѥмыи — (15) пр. 1.Безнадежный, такой, на которого нельзя надеяться: и побѣды раченье нечаѥмо. (ἀπεγνωμένης) ГБ XIV, 139в; в роли с. Безнадежный больной: и врачь охытрыи. да похваленъ бѹдеть. ѥгда болѧща˫а и нечаѥмы˫а ицѣлить. (νόσους... ἀπηλπισμένας)… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 6κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 7ολεθρεία — ὀλεθρεία και ὀλεθρία, ἡ (Α) όλεθρος, καταστροφή, αφανισμός («ὀλοφυρομένων τὴν ἀπροσδόκητον ἐξαίφνης ἐπικριθεῑσαν αὐτοῑς ὀλεθρίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀλεθρεία < ὀλεθρεύω, ενώ ο τ. ὀλεθρία < ὄλεθρος] …

    Dictionary of Greek