απροκάλυπτος

  • 1απροκάλυπτος — η, ο (Α ἀπροκάλυπτος, ον) ο χωρίς προσχήματα και περιστροφές, ο ειλικρινής («απροκάλυπτη ομολογία») …

    Dictionary of Greek

  • 2απροκάλυπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κάλυμμα μπροστά του, ακάλυπτος. 2. ανεπιφύλακτος, ξεκάθαρος: Μου είπε απροκάλυπτα ότι δε θα πρέπει να περιμένουμε από εκείνον καμιάν υποστήριξη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3ἀπροκαλύπτως — ἀπροκάλυπτος undisguised. adverbial ἀπροκάλυπτος undisguised. masc/fem acc pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 5αναμφίεστος — ἀναμφίεστος, ον (Α) (Μ και αστος) [ἀμφιέννυμι] 1. αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γυμνός 2. απροκάλυπτος, φανερός …

    Dictionary of Greek

  • 6αναπεπταμένος — η, ο (Α ἀναπεπταμένος, η, ον) [ἀναπετάννυμι] (κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος νεοελλ. 1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 7απαρακάλυπτος — ἀπαρακάλυπτος, ον (Α) απροκάλυπτος, φανερός …

    Dictionary of Greek

  • 8ξέσκεπος — η, ο 1. ξεσκέπαστος 2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος 3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος. επίρρ... ξέσκεπα απροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το… …

    Dictionary of Greek

  • 9σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 10ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)