Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποχαιρετώ

  • 1 αποχαιρετώ

    [апохерэто] р. прощаться, расставаться,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποχαιρετώ

  • 2 проститься

    проститься αποχαιρετώ, αποχαιρετίζω
    * * *
    αποχαιρετώ, αποχαιρετίζω

    Русско-греческий словарь > проститься

  • 3 долг

    долг
    м
    1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:
    чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·
    2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό.

    Русско-новогреческий словарь > долг

  • 4 откланиваться

    откланиваться
    несов, откланяться сов ἀποχαιρετῶ:
    разрешите откланяться ἐπιΐρέψατέ μου νά σᾶς ἀποχαιρετήσω.

    Русско-новогреческий словарь > откланиваться

  • 5 проститься

    проститься
    сое. ἀποχαιρετώ, ἀποχαιρετίζω.

    Русско-новогреческий словарь > проститься

  • 6 раскланиваться

    раскланиваться
    несов, раскланяться сов χαιρετώ, χαιρετίζω (при встрече)/ ἀποχαιρετώ, ἀποχαιρετίζω (распроститься):
    вежливо \раскланиваться χαιρετώ εὐγενικά.

    Русско-новогреческий словарь > раскланиваться

  • 7 распроститься

    распроститься
    сов (с кем-л., с чем-л.) ἀποχαιρετώ, ἀποχαιρετίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > распроститься

  • 8 проститься

    [πραστίτσα] ρ. αποχαιρετώ

    Русско-греческий новый словарь > проститься

  • 9 распроститься

    [ρασπραστίτσα] ρ. αποχαιρετώ

    Русско-греческий новый словарь > распроститься

  • 10 проститься

    [πραστίτσα] ρ αποχαιρετώ

    Русско-эллинский словарь > проститься

  • 11 распроститься

    [ρασπραστίτσα] ρ αποχαιρετώ

    Русско-эллинский словарь > распроститься

  • 12 долг

    -а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.
    1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•

    перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•

    чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•

    долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•

    считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•

    нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•

    защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•

    человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•

    по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.

    2. οφειλή, χρέος•

    отдать долг δίνω πίσω το χρέος•

    получать долг παίρνω το χρέος•

    брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•

    погашать -ξοφλώ το χρέος•

    сделать долг χρεώνομαι•

    неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•

    уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.

    εκφρ.
    первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•
    в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•
    войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•
    жить в долг – ζω με δανεικά•
    не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•
    в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•
    отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό.

    Большой русско-греческий словарь > долг

  • 13 кланяться

    -яюсь, -яешься
    ρ.δ.
    1. υποκλίνομαι, χαιρετώ με υπόκλιση•

    артисты -лись перед зрителями οι ηθοποιοί υποκλίνονταν στους θεατές•

    кланяться в пояс κάνω βαθιά υπόκλιση•

    земно -яюсь κάνω εδαφιαία υπόκλιση.

    2. μεταδίνω, μεταφέρω χαιρετισμό•

    -йтесь ему от мени μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου ή τα σέβη μου.

    3. παρακαλώ ταπεινωτικά, προσκυνώ, φιλώ τα πόδια•

    не стЈну перед ним -δε θα τον προσκυνήσω.

    4. προσφέρω δώρο για να καλοπιάσω κάποιον.
    εκφρ.
    честь имею -παλ. αποχαιρετώ με υπόκλιση (έχω την τιμή να υποκλιθώ).

    Большой русско-греческий словарь > кланяться

  • 14 откланяться

    -яюсь, -яешься
    ρ.σ.
    1. παλ. αποχαιρετώ υποκλινόμενος.
    2. παύω να υποκλίνομαι, να προσκυνώ, να ταπεινώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > откланяться

  • 15 распроститься

    -прощусь, -простишься
    ρ.σ.
    κ. απρόσ. αποχαιρετώ, -ίζω, αποχαιρετιέμαι, -ίζομαι. || μτφ. φεύγω, ξεκόβω, αφήνω, εγκαταλείπω•

    -навсегда εγκαταλείπω για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > распроститься

См. также в других словарях:

  • αποχαιρετώ — και αποχαιρετίζω ησα, ίστηκα, χαιρετώ κάποιον που φεύγει ή εκείνος χαιρετά αυτούς που μένουν, εγκαταλείπω για πάντα: Στο αεροδρόμιο ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν οι περισσότεροι φίλοι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποχαιρετώ — αποχαιρετάω / αποχαιρετώ, αποχαιρέτισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. αποχαιρετίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποχαιρετώ — βλ. αποχαιρετίζω …   Dictionary of Greek

  • προαποτάσσομαι — Α αποχαιρετώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτάσσομαι «εγκαταλείπω, αποχωρίζομαι, αποχαιρετώ»] …   Dictionary of Greek

  • απασπάζομαι — ἀπασπάζομαι (Α) αποχαιρετώ κάποιον με ασπασμό …   Dictionary of Greek

  • αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • γεια — η 1. η υγεία 2. (σε χρήση κυρίως για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) γεια, «έχε γεια» ή «έχετε γεια» 3. «αφήνω γεια» αποχαιρετώ και πεθαίνω 4. «με γεια» ευχή γι αυτόν που φορά καινούργια ρούχα ή άλλο είδος αμφίεσης 5. «γεια στα χέρια σου» ως έπαινος… …   Dictionary of Greek

  • καληνυχτίζω — και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω (Μ καληνυχτίζω και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω) αποχαιρετώ κάποιον το βράδυ λέγοντας του «καληνύχτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καληνύχτα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημ. Βικέλα] …   Dictionary of Greek

  • προσαγορεύω — ΝΜΑ [ἀγορεύω] 1. προσφωνώ, απευθύνω σε κάποιον δημόσια χαιρετισμό, εκφωνώ χαιρετιστήρια αγόρευση 2. τιτλοφορώ κάποιον, αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που τού απονέμω αρχ. 1. χαιρετίζω («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»