αποφθέγγομαι
31ἀποφθέγξονται — ἀποφθέγγομαι speak one s opinion plainly fut ind mid 3rd pl …
32ἀποφθέγξωμαι — ἀποφθέγγομαι speak one s opinion plainly aor subj mid 1st sg …
33απόφθεγμα — το (AM ἀπόφθεγμα) [αποφθέγγομαι] σύντομη κρίση, γνωμικό, ρητό …
34προαποφθέγγομαι — Α διακηρύσσω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποφθέγγομαι «εκφέρω τη γνώμη μου απροκάλυπτα, με παρρησία»] …
35συναποφθέγγομαι — Α εκφέρω σύμφωνη γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφθέγγομαι «εκφέρω τη γνώμη μου»] …
36ԲԱՐԲԱՌԻՄ — (եցայ.) NBH 1 442 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c հ. ԲԱՐԲԱՌԻՄ որ եւ ԲԱՐԲԱՌԵՄ. φθέγγομαι, ἁποφθέγγομαι, λαλέω vocem edo, loquor Մարդկային ձայնիւ խօսել. հանել բան ընդ բերան. արտաբերել. գոչել. խօսիլ. ... *Նենգութիւն …
37ՂՕՂԱՆՋԵՄ — (եցի.) NBH 2 0164 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c, 12c, 13c ն.չ. ἁλαλάζω (ի հյ. բայէս Աղաղակել). clamo alala, clango, ululo, tinnio ἁποφθέγγομαι vociferor φλυαρέω, ληρέω garrio, nugor, balbutio եւն. ὐλάω latro.… …
38ՃԱՐՏԱՐԱԲԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 2 0175 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c ն. σοφίζω, φιλοσοφέω, ἁποφθέγγομαι, ἁφορίζω eloquor, gario, nugor. Ճարտարութեամբ եւ ճոռոմութեամբ խօսել, իբր իմաստակ, եւ իբրեւ իմաստասէր. ճարտարել. *Զոր ինչ արիանոսքն …
39προαποφθέγγεσθαι — πρό ἀποφθέγγομαι speak one s opinion plainly pres inf mp …
40συναπεφθέγξατο — σύν ἀποφθέγγομαι speak one s opinion plainly aor ind mid 3rd sg …