-
1 αποφεύγω
[апофэвго] р. избегать, уклоняться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποφεύγω
-
2 избегать
αποφεύγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > избегать
-
3 увильнуть
ρ.σ.1. αποφεύγω (συνάντηση, σύγκρουση)• ξεφεύγω.2. μτφ. αποφεύγω•увильнуть от ответственности αποφεύγω την ευθύνη•
-от работы αποφεύγω τη δουλειά•
увильнуть от ответа αποφεύγω να απαντήσω.
-
4 уклонить
-они, -онишь- παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ. παλ. απομακρύνω, αποκλίνω, δίνω άλλη κατεύθυνση. || μτφ. αποτρέπω•уклонить кого–нибудь от преступления αποτρέπω κάποιον από το έγκλημα.
1. αποφεύγω, διαφεύγω•уклонить от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. μτφ. δεν επιθυμώ•от знакомств αποφεύγω τις γνωριμίες•
уклонить от прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ξεκάθαρα.
3. παρεκκλίνω, ξεφεύγω, αλλάζω κατεύθυνση•мы -лись вправо и попали в болото εμείς παρεκκλίναμε δεξιά και πέσαμε στο βάλτο•
дорога -лась влево ο δρόμος έστριβε αριστερά.
4. μτφ. εξοκέλλω, παρεκτρέπομαι. -
5 увиливать
увиливатьнесов, увильнуть сов ἀποφεύγω, ξεφεύγω, ὑπεκφεύγω:\увиливать от ответа ἀποφεύγω ν' ἀπαντήσω· \увиливать от удара ἀποφεύγω τό κτύπημα -
6 уклоняться
уклон||ятьсянесов1. (отстраняться) (παρ)εκκλίνω, ἐκτρέπομαι:\уклонятьсяя́ться от удара ἀποφεύγω τό χτύπημα·2. перен ἀποφεύγω, ξεφεύγω, ὑπεκφεύγω (избегать):\уклонятьсяи́ться от боя воен. φυγομαχῶ· \уклонятьсяя́ться от темы ξεφεύγω ἀπό τό θέμα· \уклонятьсяя́ться от разговора (встречи) ἀποφεύγω τή συζήτηση (τή συνάντηση)·3. прям., перен (отклоняться) παρα-στρατίζω, ἐκτρέπομαι:\уклонятьсяяться от истины ἐκτρέπομαι τής ἀληθείας. -
7 избегать
избегать 1ρ.σ.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω•-ал за день весь город για μια μέρα γύρισα όλη την πόλη.
1. κουράζομαι από τα πολλά τρεξίματα.2. μτφ. (για παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω.избегать 2ρ.δ.1. αποφεύγγώ•он -ет знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά•
они -ет смотреть в глаз£ αυτή αποφεύγει να κοιτάζει στα μάτια•
избегать встречи с кем-л. αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον.
2. διαφεύγω, ξεφεύγω•избегать наказания αποφεύγω την τιμωρία•
опасности αποφεύγω τον κίνδυνο.
-
8 увернуть
ρ.σ.1. (περί)τυλίγω• κουκουλώνω•, увернуть ребнка в одеяло τυλίγω το παιδάκι στην κουβέρτα.2. λιγοστεύω• ξεστρίβω•увернуть фитиль в лампе λιγοστεύω το φιτίλι της λάμπας.
τυλίγομαι, κουκουλώνομαι. || αποφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω•увернуть от удара αποφεύγω το χτύπημα.
|| μτφ. υπεκφεύγω• στρεψιδικώ•увернуть от прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ναι ή όχι (ξεκάθαρα).
-
9 избежание
избежание с η αποφυγή во -... για ν'αποφεύγω..., προς αποφυγή...* * *сη αποφυγήво избежа́ние... — για ν'αποφεύγω..., προς αποφυγή...
-
10 избежать
избежать ξεφεύγω, αποφεύγω \избежать опасности ξεφεύγω τον κίνδυνο* * *ξεφεύγω, αποφεύγωизбежа́ть опа́сности — ξεφεύγω τον κίνδυνο
-
11 отбояриваться
отбояриватьсянесов, отбояриться сов (от чего-л.) разг ξεφορτώνομαι, γλυτώνω (ἀπό), ἀποφεύγω:\отбояриваться от приглашения ἀποφεύγω τήν πρόσκληση. -
12 увертываться
уверт||ыватьсянесов прям., перен ἀποφεύγω, ξεφεύγω, ὑπεκφεύγω, ξεγλιστρώ:\увертыватьсяываться от удара ἀποφεύγω τό κτύπημα. -
13 чуждаться
чуждатьсянесов ἀποφεύγω:\чуждаться друзей ἀποφεύγω τους φίλους. -
14 воздержать
-ржу, -ержишь, ρ.σ.μ. παλ. συγκρατώ (από κάποια ενέργεια).συγκρατιέμαι• απέχω, αποφεύγω•воздержать от спиртных напитков απέχω από τα οινοπνευματώδη ποτά, αποφεύγω τα πιοτά.
|| συγκρατώ (πάθος, αισθήματα)•воздержать от гневы συγκρατώ το θυμό.
|| απέχω, ψηφίζω λευκό, κρατώ ουδετερότητα•-лись трое δεν ψήφισαν(ή ψήφισαν λευκό)τρεις.
-
15 опасаться
-аюсь, -аешься ρ.δ.1. φοβούμαι•опасаться врагов φοβούμαι τους εχθρούς.
|| ανησυχώ για κάτι, διστάζω..2. αποφεύγω, φυλάγομαι•опасаться сквозняков φυλάγομαι από ρεύμα•
опасаться мыться холодной водой αποφεύγω να πλύνομαι με κρύο νερό.
-
16 остерегать
ρ.δ.μ. προφυλάσσω (από κακό ή κίνδυνο).1. προφυλάσσομαι (από κακό, κίνδυνο). || είμαι προσεχτικός, επιφυλακτικός, προσέχω, επιφυλάσσομαι.2. αποφεύγω,φυλάγομαι•остерегать острой пищи αποφεύγω τα ξυνά-αρ-μυρά.
-
17 отбояриться
-рюсь, -ришьсяρ.σ. απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι, αποδεσμεύομαι. || αποφεύγω, δεν συγκατατίθεμαι•отбояриться от поручения αποφεύγω την παραγγελία.
-
18 отвильнуть
-ну, -нёшьρ.σ.αποφεύγω, ξεφεύγω υπεκφεύγω•отвильнуть от ответа αποφεύγω την απάντηση (να απαντήσω).
-
19 отклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω•отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.
|| λυγίζω•-ветку λυγίζω το κλαδάκι.
|| αποκλίνω παρεκκλίνω•изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.
|| κινώ, κουνώ•отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.
|| απομακρύνω•отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.
2. αποτρέπω, εμποδίζω•он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,
3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•
отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.
1. αποκλίνω•стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.
|| εκκλίνω, αποφεύγω•от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•-от темы ξεφεύγω από το θέμα.
-
20 отлынивать
ρ.δ.μ. (απλ.) αποφεύγω, φυγοπονώ, οκνεύω, τεμπελιάζω•отлынивать от работы αποφεύγω τη δουλειά, τεμπελιάζω•
отлынивать от уроков βαριέμαι τα μαθήματα.
См. также в других словарях:
ἀποφεύγω — flee from pres subj act 1st sg ἀποφεύγω flee from pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφεύγω — αποφεύγω, απέφυγα (σπάν. απόφυγα) βλ. πίν. 228 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποφεύγω — (AM ἀποφεύγω) 1. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι 2. αρνούμαι να κάνω κάτι 3. διαφεύγω, διασώζομαι αρχ. 1. απαλλάσσομαι, αθωώνομαι 2. (για γυναίκες) γεννώ … Dictionary of Greek
αποφεύγω — απόφυγα 1. δεν πλησιάζω κάποιον: Τον τελευταίο καιρό με αποφεύγει συστηματικά. 2. ξεφεύγω, γλιτώνω: Είναι θαύμα το πώς αποφύγαμε τη σύγκρουση μ ένα άλλο αυτοκίνητο. 3. αρνιέμαι ή αναβάλλω να κάνω κάτι: Αποφεύγει να συζητήσει μαζί μας τη διαφορά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποφεύγετε — ἀποφεύγω flee from pres imperat act 2nd pl ἀποφεύγω flee from pres ind act 2nd pl ἀποφεύγω flee from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφεύγῃ — ἀποφεύγω flee from pres subj mp 2nd sg ἀποφεύγω flee from pres ind mp 2nd sg ἀποφεύγω flee from pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυγγάνῃ — ἀποφεύγω flee from pres subj mp 2nd sg ἀποφεύγω flee from pres ind mp 2nd sg ἀποφεύγω flee from pres subj act 3rd sg ἀποφυγγάνω pres subj mp 2nd sg ἀποφυγγάνω pres ind mp 2nd sg ἀποφυγγάνω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεπεφεύγη — ἀποφεύγω flee from plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποφεύγω flee from plup ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεφευγότα — ἀποφεύγω flee from perf part act neut nom/voc/acc pl ἀποφεύγω flee from perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφευγόντων — ἀποφεύγω flee from pres part act masc/neut gen pl ἀποφεύγω flee from pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφευξούμεθα — ἀποφεύγω flee from fut ind mid 1st pl (attic epic doric) ἀποφεύγω flee from fut ind mid 1st pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)