αποτείνομαι

  • 1αποτείνομαι — αποτείνομαι, αποτάθηκα βλ. πίν. 188 Σημειώσεις: αποτείνομαι : συχνό λάθος αποτελεί ο σχηματισμός των αοριστικών τύπων με ν , π.χ. να αποτανθώ, αντί του σωστού αποταθώ …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2ἀποτείνομαι — ἀποτείνω stretch out aor subj mid 1st sg (epic) ἀποτείνω stretch out pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3γέγωνα — (Α) 1. μιλώ ή φωνάζω δυνατά 2. αποτείνομαι σε κάποιον με δυνατή φωνή 3. ομιλώ ευδιάκριτα, καθαρά 4. ψάλλω, υμνώ 5. διαλαλώ, διακηρύσσω, δηλώνω αρχ. μσν. φρ. «γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ» με δυνατή φωνή, όχι χαμηλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος παρακμ. με σημ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 5προσαποτείνομαι — Α προσανατείνομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποτείνομαι «εκτείνομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 6φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 7αποτείνω — ότεινα, οτάθηκα 1. απευθύνω: Ο δικηγόρος ζήτησε να αποτείνει μερικές ερωτήσεις στο μάρτυρα. 2. το μέσ., αποτείνομαι απευθύνομαι, παρακαλώ: Αποτάθηκε σε πολλούς, αλλά κανένας δεν τον βοήθησε …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)