-
1 αποτέλεσμα
[апотэлэзма] ουσ. о. итог, результат.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποτέλεσμα
-
2 результат
результат м 1) (итог) το αποτέλεσμα; в \результате... σαν αποτέλεσμα..., στο τέλος... 2) (показатель ) η επίδοση* * *м1) ( итог) το αποτέλεσμαв результа́те... — σαν αποτέλεσμα..., στο τέλος…
2) ( показатель) η επίδοση -
3 результат
результатм τό ἀποτέλεσμα:окончательный \результат τό τελικό ἀποτέλεσμα· в \результате σάν ἀποτέλεσμα, μετά ἀπό. -
4 исход
1. (окончание, завершение) о τερματισμός, το τέλος, η λήξη, το αποτέλεσμα, η έκβαση 2. (способ выйти из сложных обстоятельств) το αποτέλεσμα, η λύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исход
-
5 безрезультатный
-
6 безуспешно
-
7 исход
исход м το τέλος, η έκβαση* \исход состязания το αποτέλεσμα των αγώνων* * *мτο τέλος, η έκβασηисхо́д состяза́ния — το αποτέλεσμα των αγώνων
-
8 итог
итог м 1) (сумма ) το σύνο λο общий \итог το ολικό ποσό 2) (результат ) το αποτέλεσμα το συμπέρασμα (заключе ние) \итог соревнований τα απο τελέσματα των αγώνων ◇ в \итоге τελικά* * *м1) ( сумма) το σύνολοо́бщий ито́г — το ολικό ποσό
2) ( результат) το αποτέλεσμα; το συμπέρασμα ( заключение)ито́г соревнова́ний — τα αποτελέσματα των αγώνων
••в ито́ге — τελικά
-
9 наилучший
наилучший καλύτερος· \наилучший результат το καλύτερο αποτέλεσμα ◇ всего \наилучшийего! σας εύχομαι τα πάντα!, ώρα καλή!* * *наилу́чший результа́т — το καλύτερο αποτέλεσμα
••всего́ наилу́чшего! — σας εύχομαι τα πάντα!, ώρα καλή!
-
10 окончательный
окончательный τελικός, τελειωτικός· \окончательный результат το τελικό αποτέλεσμα* * *τελικός, τελειωτικόςоконча́тельный результа́т — το τελικό αποτέλεσμα
-
11 следствие
I следствие I с η συνέπεια; το αποτέλεσμα (результат) II следствие II с юр. η ανάκριση* * *I сη συνέπεια; το αποτέλεσμα ( результат)II с юр.η ανάκριση -
12 итог
итогм τό ἀθροισμα, τό σύνολον / перен τό ἀποτέλεσμα:подводить \итог ἀθροίζω, κάνω ἄθροιση· в \итоге σάν ἀποτέλεσμα· в конечном \итоге τελικά. -
13 следствие
следствиес1. ἡ συνέπεια, τό ἀποτέλεσμα:причина и \следствие ἡ αίτία καί τό ἀποτέλεσμα, τό αίτιον καί τό αίτιατόν2. Όρ. ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ Ερευνα:предварительное \следствие ἡ προανάκριση [-ις]· судебное \следствие ἡ δικαστική ἀνάκριση [-ις]. -
14 толк
толкм1. (смысл, разум) ἡ ἐννοια, ἡ σημασία/ τό ὅφελος, ἡ ὠφέλεια (польза):делать (говорить) что́-л. с \толком κάνω (λέγω) κάτι σωστά· без толку χωρίς ἀποτέλεσμα, μάταιά не добиться \толку δέν κατορθώνω κανένα ἀποτέλεσμα· сбить кого́-л. с \толку κάνω μπερδεύω κάποιον νά τά χάσει σαστίζω κάποιον из этого \толку не выйдет ἀπ' αὐτό δέν θά δοῦμε προκοπή·2. \толки мн. (слухи) οἱ διαδόσεις, οἱ φήμες, τά λόγια:вызывать \толки γεννώ διαδόσεις· не придавать значения \толкам δέν δίδω σημασία στίς φήμες· ◊ знать (понимать) \толк в чем-л. καταλαβαίνω, νοιώθω ἀπό κάτι. -
15 резочный
επ.κοπτικός, της κοπής,,результат-а α.αποτέλεσμα•-ы экзаменов αποτελέσματα των εξετάσεων•
положительный резочный θετικό αποτέλεσμα.
(αθλτ.) δείκτης, επίδοση,εκφρ.в -е – α) τελικά, στο τέλος, εν τέλει, β) από αιτία, εξ αιτίας, ένεκα, λόγω. -
16 безрезультатно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безрезультатно
-
17 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
18 искажение
η παραμόρφωσ/ηбочкообразное - (тлв.) βαρε-λοειδής --кадра (тлв.) - εικόναςфазочастотное - των φάσεων/συχνοτήτων- формы - της μορφής/φόρμαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искажение
-
19 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
20 итог
1. (общая сумма) το άθροισμα, το σύνολο 2. (результат, сводка, резюме) το αποτέλεσμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > итог
См. также в других словарях:
ἀποτέλεσμα — full completion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτέλεσμα — το (AM ἀποτέλεσμα) [αποτελώ] 1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης 2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα αρχ. 1. αποτελείωση, συμπλήρωση 2. γεγονός, συμβάν 3. συμπέρασμα, πόρισμα 4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη … Dictionary of Greek
αποτέλεσμα — το 1. η τελική έκβαση μιας πράξης, κάποιου γεγονότος: Περιμένω με αγωνία το αποτέλεσμα των εξετάσεων. 2. η συνέπεια, το τέλος: Με τη ζωή που έκανε, αυτά τα αποτελέσματα θα είχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτελεσμάτων — ἀποτέλεσμα full completion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελέσμασι — ἀποτέλεσμα full completion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελέσμασιν — ἀποτέλεσμα full completion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελέσματα — ἀποτέλεσμα full completion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελέσματι — ἀποτέλεσμα full completion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελέσματος — ἀποτέλεσμα full completion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek