αποσφραγίζω
1αποσφραγίζω — (AM ἀποσφραγίζω) ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω νεοελλ. ανοίγω έγγραφο, επιστολή μσν. σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού) αρχ. κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά …
2αποσφραγίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, αφαιρώ τις σφραγίδες, ανοίγω έγγραφο ή επιστολή: Πριν αποσφραγίσει το έγγραφο, το κοίταξε προσεχτικά μην είχε παραβιαστεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἀποσφραγίζει — ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 2nd sg ἀποσφραγίζω seal up pres ind act 3rd sg ἀποσφρᾱγίζει , ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 2nd sg ἀποσφρᾱγίζει , ἀποσφραγίζω seal up pres ind act 3rd sg …
4ἀποσφραγίσαντα — ἀποσφραγίζω seal up aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποσφραγίζω seal up aor part act masc acc sg ἀποσφρᾱγίσαντα , ἀποσφραγίζω seal up aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποσφρᾱγίσαντα , ἀποσφραγίζω seal up aor part act masc acc sg …
5ἀποσφραγισάμενος — ἀποσφραγίζω seal up aor part mid masc nom sg ἀποσφρᾱγισάμενος , ἀποσφραγίζω seal up aor part mid masc nom sg …
6ἀποσφραγίζεσθαι — ἀποσφραγίζω seal up pres inf mp ἀποσφρᾱγίζεσθαι , ἀποσφραγίζω seal up pres inf mp …
7ἀποσφραγίζεται — ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 3rd sg ἀποσφρᾱγίζεται , ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 3rd sg …
8ἀποσφραγίζονται — ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 3rd pl ἀποσφρᾱγίζονται , ἀποσφραγίζω seal up pres ind mp 3rd pl …
9ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …
10αποσφράγιση — η 1. το να ανοίξει κανείς σφραγισμένο αντικείμενο αφαιρώντας τη σφραγίδα 2. άνοιγμα κλειστού εγγράφου, επιστολής κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …
- 1
- 2