αποστολος

  • 71Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… …

    Dictionary of Greek

  • 72Γεωργίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από την Αθήνα και σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Μεσολόγγι, όπου και σκοτώθηκε το 1825, πολεμώντας ως αρχιπυροβολητής. 3. Αναστάσιος. Καταγόταν από… …

    Dictionary of Greek

  • 73Δημητριάδας και Αλμυρού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τον Βόλο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 134 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 188 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση, λειτουργούν οι αρχιερατικές… …

    Dictionary of Greek

  • 74Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 75Ηρωδίων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Απόστολος, ένας από τους Εβδομήκοντα. Αναφέρεται ότι πέθανε με μαρτυρικό τρόπο στη Ρώμη μαζί με τον Απόστολο Πέτρο, του οποίου ήταν ακόλουθος. Αναφέρεται και ως συγγενής του Αποστόλου Παύλου (Επιστολή …

    Dictionary of Greek

  • 76Θαδδαίος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Απόστολος εκ των δώδεκα ή Λεββαίος (1ος αι.). Ιουδαίος, από την Έδεσσα της βορειοδυτικής Μεσοποταμίας. Ήταν αδελφός του Ιακώβου (του μικρού) και μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου. Έγινε απόστολος του… …

    Dictionary of Greek

  • 77Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων …

    Dictionary of Greek

  • 78Καισάρεια — I Ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, ανάμεσα στην Ιόππη και στην Τύρο. Παραδόθηκε από τον Αύγουστο στον Ηρώδη τον Μέγα, ο οποίος την ονόμασε Κ. προς τιμήν του Αυγούστου (25 π.Χ.). Η πόλη εκχριστιανίστηκε πολύ νωρίς. Πρώτος… …

    Dictionary of Greek

  • 79Κατσικογιάννης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας αρματολών από τον Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας. 1. Κ. Ο γενάρχης της οικογένειας. Έδρασε στην Πρέβεζα το 1684 στη διάρκεια του Ενετοτουρκικού πολέμου υπό τις διαταγές του Φραντσέσκο Μοροζίνι. Από τότε αναφέρεται ως αρχηγός… …

    Dictionary of Greek

  • 80Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …

    Dictionary of Greek