αποστολος

  • 11Ζήνος, Απόστολος — (Βενετία 1688 – 1750). Λόγιος. Καταγόταν από την Κρήτη. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με τα γράμματα και δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα της Βενετίας Galleri di Minerva. Από το 1710 έως το 1718 εξέδιδε το περιοδικό Giornale de Litterati και ασχολήθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 12Κάγγος, Απόστολος — Αγωνιστής του 1821 από την Άρτα. Πολέμησε στο σώμα του Γ. Κίτσου στη Στερεά Ελλάδα. Στην πολιορκία του Μεσολογγίου τραυματίστηκε και πέθανε από γάγγραινα. Σε αυτή την πολιορκία σκοτώθηκε και ο γιος του, Αθανάσιος …

    Dictionary of Greek

  • 13Καλδάρας, Απόστολος — (Τρίκαλα 1922 – 1990). Λαϊκός συνθέτης. Φοίτησε στη γεωπονική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως συνθέτης το 1967 με το τραγούδι «Η πόρτα ανοίγει», αλλά η μεγάλη επιτυχία… …

    Dictionary of Greek

  • 14Λάζαρης, Απόστολος — (Λαζαράτα Λευκάδας 1921 –). Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών, διευρύνοντας στη συνέχεια τις σπουδές του στο γνωστικό αντικείμενο της οικονομίας στα …

    Dictionary of Greek

  • 15Μακράκης, Απόστολος — (Σίφνος 1831 – Αθήνα 1905). Ιεροκήρυκας, φιλόσοφος και θεολόγος. Το 1862 πήγε στο Παρίσι ως ιδιωτικός παιδαγωγός και εκεί μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, από τον Ντεκάρ έως τον Χέγκελ, και έγραψε τρεις φιλοσοφικές διατριβές: Περί της… …

    Dictionary of Greek

  • 16Μεμέλης, Απόστολος — (Σιγή Προύσας, Μικρά Ασία 1876 – 1935). Γιατρός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· εκεί, άσκησε το ιατρικό λειτούργημα μέχρι το… …

    Dictionary of Greek

  • 17Παιδόπολη Απόστολος Παύλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην πρώην επαρχία Τιρνάβου, του νομού Λαρίσης. Διοικητικά υπάγεται στον δήμο Γιαννούλης …

    Dictionary of Greek

  • 18Ψωμαδάκης, Απόστολος — Οπλαρχηγός του 1821. Καταγόταν από την Κρήτη. Επικεφαλής σώματος ιππέων πολέμησε σε πολλές μάχες και, προς το τέλος του Αγώνα, διορίστηκε αρχηγός των πολεμιστών της περιοχής Πυργιώτισσας της Κρήτης …

    Dictionary of Greek

  • 19ἀποστόλω — ἀπόστολος messenger masc nom/voc/acc dual ἀπόστολος messenger masc gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 20ἀποστόλοιν — ἀπόστολος messenger masc gen/dat dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)