αποστολή

  • 81Μπέικερ, Σάμουελ Γουάιτ — (Sir Samuel White Baker, 1821 – 1893). Άγγλος εξερευνητής. Σπούδασε στην Αγγλία και στη Γερμανία. Το 1846 ταξίδεψε στη Σρι Λάνκα, τότε Κεϋλάνη, όπου ίδρυσε αγροτική εγκατάσταση. Κατά τη διάρκεια της οκταετούς παραμονής του εκεί επιχείρησε… …

    Dictionary of Greek

  • 82Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον, ο νεότερος — (James Gordon Bennett, Jr., Νέα Υόρκη 1841 – Μπολιέ σιρ Μερ, Γαλλική Κυανή Ακτή 1918). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, γιος του Τζέιμς Γκόρντον Μπένετ (βλ. λ.). Συνέχισε το έργο που είχε αρχίσει ο πατέρας του και αύξησε σε μέγιστο βαθμό την …

    Dictionary of Greek

  • 83Μπερντ, Ρίτσαρντ Έβελιν — (Richard Evelyn Byrd, Γουίντσεστερ, Βιρτζίνια 1888 – Βοστόνη 1957). Αμερικανός εξερευνητής. Αεροπόρος, ασχολήθηκε με τη μελέτη των πολικών περιοχών και εισήγαγε το αεροπλάνο στην τεχνική της εξερεύνησης. Το 1926 ξεκινώντας με αεροπλάνο από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 84Νάχτιγκαλ, Γκούσταφ — (Gustav Nachtigal, Άιχστετ, Σαξονία 1834 – Ακρωτήριο Πάλμας, Κόλπος Γουινέας 1885). Γερμανός εξερευνητής. Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που έφτασε στην περιοχή του Τιμπέστι και διαπίστωσε ότι συνδέονται μεταξύ τους οι λεκάνες του Νίγηρα και του Νείλου …

    Dictionary of Greek

  • 85Ντέζιο, Αρντίτο — (Ardito Desio, Παλμανόβα 1897 –). Ιταλός γεωλόγος και γεωγράφος. Από το 1931 δίδασκε εφαρμοσμένη γεωλογία στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου. Πραγματοποίησε από το 1921 πολυάριθμες αποστολές ερευνητικού και μελετητικού χαρακτήρα στην Αφρική και στην… …

    Dictionary of Greek

  • 86Οδόακρος — Γερμανός στρατηγός, που έδρασε κατά το β’ μισό του 5ου αι., επικεφαλής των μισθοφόρων Ερούλων που υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό της Δύσης. Με αφορμή τη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων αυτών, που ζητούσαν το ένα τρίτο των ιταλικών γαιών, ανέτρεψε τον …

    Dictionary of Greek

  • 87Ουάσινγκτον, Τζορτζ — (George Washington, Μπρίτζες Κρηκ, Βιρτζίνια 1732 – Μάουντ Βέρνον 1799). Πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια Άγγλων αποίκων. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 11 ετών. Έκανε μάλλον μέτριες σπουδές και δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 88Πάγερ, Γιούλιους φον- — (Payer, Σέναου, Βοημία [σημερινό Τέπλιτσε Σάνοφ] 1842 – Φέλντες [σημερινό Μπλεντ] Καρνιόλη 1915). Aυστριακός εξερευνητής. Μανιώδης αλπινιστής, επιχείρησε πολλές αναβάσεις (όπως στην κορυφή του Ανταμέλο το 1864 κ.α.). Ως αξιωματικός του… …

    Dictionary of Greek

  • 89Παλαιστίνης, εταιρεία — Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1882 στην Πετρούπολη από τον θείο του τελευταίου τσάρου Νικολάου B», μεγάλου δούκα Σεργίου. Σκοπός της Π.Ε., που το πλήρες όνομά της ήταν Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Εταιρεία της Παλαιστίνης, ήταν: 1. Η υποστήριξη της… …

    Dictionary of Greek

  • 90Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …

    Dictionary of Greek