απορώ
1απορώ — απορώ, απόρησα, απορημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: απορώ : η μτχ. απορημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ γεμάτος απορία, αμηχανία, έκπληξη) …
2απορώ — (AM ἀπορῶ, έω) [άπορος] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση 2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι μσν. νεοελλ. εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι αρχ. μσν. (μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος φτωχός, δυστυχισμένος αρχ. 1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης 2. διστάζω… …
3απορώ — ησα, ημένος 1. δεν ξέρω τι να κάμω, βρίσκομαι σε αμηχανία: Ο Ηρακλής απορούσε ποιο δρόμο να ακολουθήσει. 2. ξαφνιάζομαι, δεν μπορώ να εξηγήσω: Απορώ, γιατί δεν ήσουνα στο γάμο του ανιψιού σου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπορῶ — ἀφοράω look away from pres imperat mid 2nd sg (ionic) ἀφοράω look away from pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀφοράω look away from pres subj act 1st sg (ionic) ἀφοράω look away from pres ind act 1st sg… …
5ἀπόρῳ — ἄπορος without passage masc/fem/neut dat sg …
6ἀπόρωι — ἀπόρῳ , ἄπορος without passage masc/fem/neut dat sg …
7θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …
8προσαπορώ — έω, Α απορώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπορῶ] …
9συνθαυμάζω — Α 1. απορώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. θαυμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θαυμάζω «εκπλήττομαι, απορώ»] …
10Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 …