απορώ
31προσδιαπορώ — έω, Α εγείρω και άλλες απορίες («παρεμβάλλοντες ἐρωτήματα καὶ προσδιαποροῡντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαπορῶ «αμηχανώ, απορώ»] …
32συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …
33Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …
34εξίσταμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ., στην έκφραση απορώ και εξίσταμαι) …
35ανέχομαι — ανέχτηκα 1. υπομένω, υποφέρω: Απορώ πώς ανέχεσαι τη συμπεριφορά του. 2. συχωρώ, παραβλέπω: Η σημερινή κοινωνία ανέχεται την υποκρισία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
36βρομάνθρωπος — ο άνθρωπος ανήθικος, παλιάνθρωπος: Απορώ πώς βγήκε τέτοιος βρομάνθρωπος από τόσο καλή οικογένεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37διαφορά — η 1. απουσία κοινών στοιχείων, ομοιοτήτων: Απορώ πώς παντρεύτηκαν, με τόσες διαφορές χαρακτήρα που έχουν. 2. φιλονικία, ασυμφωνία απόψεων: Οι δυο γείτονες αποφάσισαν την επίλυση των διαφορών τους στο δικαστήριο. 3. (μαθημ.), το υπόλοιπο, το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
38θαυμάζω — και θαμάζω θα(ύ)μασα, θα(υ)μάστηκα 1. νιώθω κατάπληξη, θαυμασμό για κάτι: Θαυμάζω το μεγαλείο της δημιουργίας. 2. βλέπω με ευχαρίστηση κάτι: Θαυμάζω το ηλιοβασίλεμα. 3. εκτιμώ κάτι: Θαυμάζω τις αρετές του. 4. απορώ: Θαυμάζω που βρήκες το θάρρος… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
39παραξενεύω — παραξένεψα, παραξενεύτηκα, παραξενεμένος 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει: Το ξαφνικό τηλεφώνημά σας ύστερα από τόσον καιρό με παραξένεψε. 2. μέσ., παραξενεύομαι ξαφνιάζομαι, απορώ, νιώθω παράξενα: Παραξενεύτηκα από τον τρόπο του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
40πελαγώνω — πελάγωσα, πελαγωμένος 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ. 2. απορώ τι να κάνω, τα χάνω, βρίσκομαι σε αμηχανία, συναντώ δυσκολίες: Πελαγώσαμε μόλις ακούσαμε τα θέματα των εξετάσεων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)