απορώ
21ηπανώ — ἠπανῶ, άω και έω (Α) [ηπανία] σπανίζω, απορώ, δεν έχω (κάτι) …
22θάομαι — (Α) 1. εκπλήσσομαι, απορώ 2. ατενίζω, βλέπω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. τού θαέομαι* (πρβλ. θάμεθα, θάσθε, προστ. θάεο κ.λπ.), στους οποίους το θα < θᾱε(ο) και θᾱη με συναίρεση] …
23θαυμαστώ — θαυμαστῶ, όω (AM, Μ και θαυμαστώνω) [θαυμαστός] καθιστώ κάτι θαυμαστό, μεγαλύνω («ἐθαυμάστωσε κύριος τὸν ὅσιον αὐτοῦ», ΠΔ.) μσν. 1. δίνω σε κάποιον τη δύναμη να κάνει θαύματα, κάνω κάποιον θαυματουργό 2. μέσ. θαυμαστοῦμαι, όομαι και θαυμαστώνομαι …
24θιαμαίνομαι — και θιαμάζομαι [θιάμα] θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ («στέκει και τή θιαμαίνεται, στέκει και τή ρωτάει», δημ. τραγ.) …
25θυαμάζομαι — 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, παραξενεύομαι, διερωτώμαι, απορώ 2. παροιμ. α) «θυαμάζεται τον κάβουρα που περπατάει πισόκωλα» λέγεται για τον τεμπέλη που σπαταλάει άσκοπα τον χρόνο του β) «όπου δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θυαμάστηκε» λέγεται για… …
26καταθαυμάζω — (AM καταθαυμάζω) 1. θαυμάζω πολύ 2. απορώ …
27καταπορώ — καταπορῶ, έω (Α) 1. παραμελώ από άγνοια τη θεραπεία ενός μέλους που νοσεί 2. φρ. «ἢν καταπορηθῇ ἢ ἀμεληθῇ (ὀστέα) ἐμπεσεῑν» αν από άγνοια ή αμέλεια αφεθεί η θεραπεία των εξαρθρωθέντων οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπορῶ «έχω έλλειψη, αγνοώ»] …
28λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… …
29νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …
30παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι …