απολογούμαι

  • 1απολογούμαι — απολογούμαι, απολογήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. απολογιέμαι …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2απολογούμαι — και απολογιέμαι και απολογιούμαι ήθηκα, αποκρούω κατηγορία εναντίον μου, υπερασπίζω τον εαυτό μου, δικαιολογιέμαι: Ο κατηγορούμενος ζήτησε και νέα προθεσμία, για να απολογηθεί …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3απολογούμαι — κ. γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῡμαι) [απόλογος] 1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία μσν. νεοελλ. αποκρίνομαι, απαντώ αρχ. 1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ …

    Dictionary of Greek

  • 4ἀπολογοῦμαι — ἀπολογέομαι speak in defence pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπολογέομαι speak in defence pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος …

    Dictionary of Greek

  • 6ανταπολογούμαι — ἀνταπολογοῡμαι ( έομαι) (Α) απολογούμαι, αποκρούω μια κατηγορία με την απολογία μου …

    Dictionary of Greek

  • 7απηλογιέμαι — κ. απηλογάμαι απολογιέμαι, δίνω απόκριση, απαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απολογούμαι το η της β συλλαβής προήλθε από νεώτερη εσωτερική αύξηση (πρβλ. ανηβαίνω, κατηβαίνω κ.λπ.) και επεκτάθηκε με παρετυμολογική εξίσωση και στο ουσ. απηλογιά] …

    Dictionary of Greek

  • 8αποδικώ — ἀποδικῶ ( έω) (Α) απολογούμαι, υπερασπίζω τον εαυτό μου στο δικαστήριο …

    Dictionary of Greek

  • 9αποκρίνομαι — (AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω) ( ομαι) 1. απαντώ, δίνω απάντηση 2. απολογούμαι (σε δικαστήριο) μσν. νεοελλ. ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος νεοελλ. 1. απαντώ με αυθάδεια 2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ μσν. 1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 10απολογιέμαι — βλ. απολογούμαι …

    Dictionary of Greek