απολαμβάνω της

  • 21απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 22απόληψη — Οικονομικός όρος που συνίσταται στην είσπραξη χρηματικών ποσών του επιχειρηματία ως ιδιώτη από την επιχείρησή του. Το νομότυπο της α. συναρτάται με πλήθος τυπικές διαδικασίες, αλλιώς μπορεί να στοιχειοθετήσει αστικά αλλά και ποινικά αδικήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 23γλεντώ — ( άω) και γλεντίζω 1. διασκεδάζω τρώγοντας και πίνοντας με χορούς και τραγούδια, είμαι σε γλέντι 2. μτφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι («γλεντάω τη μοναξιά μου», «εσύ γλεντάς με τα καμώματα της», Βάρναλ.) 3. (μτβ.) προσφέρω ευχαρίστηση σε… …

    Dictionary of Greek

  • 24δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 25ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …

    Dictionary of Greek

  • 26καταψάλλω — (AM) αποδοκιμάζω κάποιον με ψαλμούς αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή άλλο έγχορδο όργανο («καταυλεῑν και καταψάλλειν», Πλούτ.) 2. παθ. καταψάλλομαι υμνούμαι, δοξάζομαι, αινούμαι («καταψάλλεται... ὁ δημιουργός», Πορφ.) 3. επικρίνω 4. παθ. α) ευχαριστούμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 27παρασκευάζω — ΝΑ, και παρασκεάζω Α 1. προετοιμάζω 2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο») 3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 28προλάζυμαι — Α (ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαι («προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι «λαμβάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 29συμπαραπολαύω — Α συμμερίζομαι με άλλους κάτι («ἵνα μὴ συμπαραπολαύσῃ τῆς ὀργής τοῡ Θεοῡ», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραπολαύω «απολαμβάνω μαζί με άλλους»] …

    Dictionary of Greek

  • 30θέα — η 1. κοίταγμα, παρατήρηση: Η πολυκατοικία που χτίστηκε τελευταία μας κόβει τη θέα. 2. θέαμα, εικόνα: Απολαμβάνω τη θέα της θάλασσας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)