αποκρυπτογραφώ
1αποκρυπτογραφώ — αποκρυπτογραφώ, αποκρυπτογράφησα βλ. πίν. 73 …
2αποκρυπτογραφώ — διαβάζω και ερμηνεύω κρυπτογραφικό κείμενο …
3αποκρυπτογραφώ — ησα, ήθηκα, φημένος, ερμηνεύω κρυπτογράφημα: Οι μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα κρυπτογραφήματα των πιθανών αντιπάλων τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ντεσιφράρισμα — το (διαλ.) ανάγνωση δυσανάγνωστης και δυσνόητης γραφής, αποκρυπτογράφηση γραφής η οποία είναι δύσκολο να αναγνωστεί με την πρώτη ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dechiffrement «ανάγνωση συνθηματικών γραμμάτων, αποκρυπτογράφηση» < γαλλ. dechiffrer… …
5σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… …