αποκλείνω
1αποκλείω — και αποκλείνω εισα, είστηκα, εισμένος 1. περιορίζω, μπλοκάρω, απαγορεύω: Η περιοχή αποκλείστηκε από τα χιόνια. 2. δε συμπεριλαβαίνω κάτι ή κάποιον ανάμεσα σ άλλους: Αποκλείστηκαν από τις εξετάσεις όσοι δεν υπόβαλαν εμπρόθεσμα τα σχετικά… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)