αποικία

  • 51Όλβια — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …

    Dictionary of Greek

  • 52Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 53Σινώπη — I Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, κόρη του ποταμού Ασωπού, επώνυμη ηρωίδα της πόλης Σινώπης. Την άρπαξε ο Απόλλωνας και την οδήγησε στη Μικρά Ασία. Είχε μαζί της ένα γιο, το Σύρο, επώνυμο ήρωα των Σύρων. Μια άλλη εκδοχή θέλει τη Σ. κόρη… …

    Dictionary of Greek

  • 54Σόλοι — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κύπρου, αποικία των Αθηναίων, που είχε χτιστεί από τον εγγονό του Eρεχθέα, τον Αθηναίο Φάληρο. Αρχικά η πόλη ονομαζόταν Αιπεία, και την είχε χτίσει ο γιος του Θησέα Δημοφών πάνω σ’ ένα απότομο ύψωμα, γι’αυτό κι… …

    Dictionary of Greek

  • 55Σύβαρις — Αρχαία αποικία της Μεγάλης Ελλάδας, που ίδρυσαν τον 8o αι. π.Χ. στη δυτική ακτή του κόλπου του Τάραντα οι Αχαιοί της Πελοποννήσου. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 3,5 χλμ. από τις σημερινές εκβολές του ποταμού Σύβαρη, όπου εντοπίστηκε από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 56άποικος — Μυθολογικό πρόσωπο, απόγονος του Μελάνθου. Επικεφαλής Ιώνων αποίκων εγκαταστάθηκε στην παραλιακή πόλη της Λυδίας Τέω, μέχρι τότε αποικία των Ορχομενίων Μινύων. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι Ίωνες και Βοιωτοί, οι πρώτοι με αρχηγούς τους… …

    Dictionary of Greek

  • 57αποικιακός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποικία 2. αυτός που δημιουργεί αποικίες («αποικιακές δυνάμεις») 3. αυτός που προέρχεται από τις αποικίες 4. (το ουδ. του πληθ. ως ουσ.) τα αποικιακά (ενν. προϊόντα) τα προϊόντα που προέρχονται από αποικίες ή από χώρες… …

    Dictionary of Greek

  • 58κατοικίζω — (ΑΜ κατοικίζω) 1. στέλνω κάποιον να κατοικήσει κάπου («γυναῑκας εἰς φῶς ἡλίου κατῴκισας», Ευρ.) 2. ιδρύω αποικία σε μια χώρα, αποικίζω («ἁπάσας δὲ τὰς νήσους κατῴκισαν», Ισοκρ.) μσν. 1. (ενεργ. και μέσ.) μένω, διαμένω, κατοικώ 2. στρατοπεδεύω αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 59λέρος — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… …

    Dictionary of Greek

  • 60λερός — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… …

    Dictionary of Greek