-
1 απογείωση
[апогиоси] ουσ. Θ. взлет, отрыв самолета от земли,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απογείωση
-
2 вылет
-
3 взлёт
(самолёта) η απογείωσηвертикальный - κατακόρυφη -, κάθετη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взлёт
-
4 вылет
1. (полёт) η πτήση 2. (сво-бодная длина выступающей части конструкции или машины) το ανέρειστο, ο πρόβολος, η προεξοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вылет
-
5 подготовка
1. (предварительная работа для выполнения, осуществления чего-л.) η προετοιμασία, η προπαρασκευή 2. (запас знаний, полученных в процессе обучения, занятий) η εκπαίδευση, η κατάρτισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подготовка
-
6 взлет
взлетм1. ἡ πτήση [-ις], τό πέταγμα/ ἡ ἀπογείωση (самолета)·2. перен ἡ ἀνύψωση [-ις], τό ἀνέβασμα, τό πέταγμα. -
7 отрыв
отрывм (действие) ἡ ἀπόσπαση [-ις], ὁ ἀποχωρισμός:\отрыв от земли ἀβ. ἡ ἀπογείωση ἀεροπλάνου· учиться без \отрыва от Ороизво́дства δουλεύω καί σπουδάζω· в \отрыве от масс ἀποσπασμένος ἀπό τις μάζες., -
8 вылет
-а α.πτήση, πέταγμα. || απογείωση, αναχώρηση. -
9 зарулить
ρ.σ. οδηγώ αεροπλάνο στή γη (πριν την απογείωση ή μετά την προσγείωση). -
10 капотаж
-а α.βλάβη• αναποδογύρισμα αεροπλάνου από μπροστινό μέρος (чата την προσγείωση και απογείωση). -
11 катапульта
-ы θ.1. καταπέλτης.2. μηχανισμός για την απογείωση αεροπλάνου από το κατάστρωμα σκάφους. -
12 скапотировать
-руетρ.σ.(για αεροπλάνο) ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω (από το μπροστινό μέρος κατά την προσγείωση ή απογείωση).
См. также в других словарях:
απογείωση — η η απομάκρυνση από τη γη αεροπλάνου κτλ.: Η απογείωση του αεροπλάνου έγινε ομαλά και γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απογείωση — η 1. η ανύψωση από τη Γη 2. η πρώτη φάση της πτήσης ενός αεροσκάφους κατά την οποία επιτυγχάνονται η αποκόλληση από το έδαφος και η άνοδος στην ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογειώνομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
Контопулос — Контопулос, Димитрис Димитрис Контопулос Δημήτρης Κοντόπουλος Димитрис Контопулос @ Studio Vox Основная информация … Википедия
Контопулос, Димитрис — Димитрис Контопулос Δημήτρης Κοντόπουλος Димитрис Контопулос @ Studio Vox … Википедия
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
καταπέλτης — Αρχαία πολεμική μηχανή, με την οποία εκτόξευαν λίθους και πυρακτωμένες ή εύφλεκτες ύλες σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Συνήθως περιλάμβανε ένα είδος μεγάλης κουτάλας, όπου τοποθετούσαν το υλικό που προοριζόταν για εκτόξευση. Η κουτάλα… … Dictionary of Greek