αποβάλλομαι
1αποβάλλομαι — αποβάλλομαι, αποβλήθηκα βλ. πίν. 147 …
2ἀποβάλλομαι — ἀποβάλλω throw off pres ind mp 1st sg …
3άπειμι — (I) ἄπειμι (AM) [ειμί] 1. βρίσκομαι μακριά από κάπου 2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών 3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι 4. (η ευκτ.) ἀπείη ὃ μὴ γένοιτο 5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν) αυτός που απουσιάζει …
4πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …
5παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …
6περιωθώ — έω, Α 1. σπρώχνω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. παθ. περιωθοῡμαι α) αποδιώχνομαι από μια θέση, εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῑται ὑπὸ τοῡ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.) β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι γ) μτφ. χάνω την εύνοια κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῑς …
7στρεύγω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ» 2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη 3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
8συναποκρίνομαι — Α [ἀποκρίνομαι] 1. εκκρίνομαι και αποβάλλομαι μαζί με κάτι άλλο («συναποκρινομένων τῶν τοιούτων... ἐν τῷ σπέρματι», Αριστοτ.) 2. αποκρίνομαι, απαντώ μαζί με κάποιον ή αμέσως …
9υπεκκρίνω — Α [ἐκκρίνω] (συν. το παθ.) ὑπεκκρίνομαι εκκρίνομαι, αποβάλλομαι ανεπαίσθητα («καὶ αὐτὰ ὑπεκκρίνεται καὶ ἐξαπολλύται», Διογ. Λαέρ.) …
10χέζω — ΝΜΑ 1. αποβάλλω τα περιττώματα από τον πρωκτό, αποπατώ 2. ενεργούμαι και λερώνω κάτι 3. μέσ. χέζομαι α) τά κάνω πάνω μου, λερώνομαι β) μτφ. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα μόλις τόν είδα να παίρνει το πιστόλι» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ… …