απλησίαστος
1ἀπλησίαστος — masc/fem nom sg …
2απλησίαστος — η, ο (AM ἀπλησίαστος, ον) αυτός που δεν μπορεί να τον πλησιάσει κανείς, απρόσιτος νεοελλ. (για ανθρώπους) αυστηρός, δυσπρόσιτος …
3απλησίαστος, -η — ο αζύγωτος, απρόσιτος: Είναι άνθρωπος δύσκολος, απλησίαστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπλησιάστως — ἀπλησίαστος adverbial ἀπλησίαστος masc/fem acc pl (doric) …
5ἀπλησίαστον — ἀπλησίαστος masc/fem acc sg ἀπλησίαστος neut nom/voc/acc sg …
6ἀπλησιάστοις — ἀπλησίαστος masc/fem/neut dat pl …
7ἀπλησίαστοι — ἀπλησίαστος masc/fem nom/voc pl …
8άπλατος — ἄπλατος, ον (Α) [πελάζω] 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς, απλησίαστος 2. φοβερός, τερατώδης, πελώριος …
9άσωστος — και ανέσωστος και άσωτος, η, ο (AM ἄσωστος, ον) [σώζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος 2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος 3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί 4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς …
10άφθαστος — και άφταστος, η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο») 3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος 4.… …