απερίγραπτος
1απερίγραπτος, -η, -ο — και φτος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν περιγράφηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου πλήθους είναι απερίγραπτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀπερίγραπτος — not cancelled masc/fem nom sg …
3απερίγραπτος — η, ο (Μ ἀπερίγραπτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί, που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή (αποδίδεται στον Θεό) «Άναρχε, αόρατε... απερίγραπτε» νεοελλ. (με κακή σημασία) πρωτοφανής, ανήκουστος μσν. έγκυρος… …
4ἀπεριγράπτως — ἀπερίγραπτος not cancelled adverbial ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl (doric) …
5ἀπερίγραπτον — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc sg ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc sg …
6ἀπεριγράπτου — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen sg …
7ἀπεριγράπτους — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl …
8ἀπεριγράπτων — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen pl …
9ἀπεριγράπτῳ — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut dat sg …
10ἀπερίγραπτα — ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc pl …