απελος
1άπελος — ἄπελος, το (Μ) πληγή που δεν έχει επουλωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του… …
2ἄπελος — wound not skinned over neut nom/voc/acc sg …
3ἀπελῶν — ἄπελος wound not skinned over neut gen pl (attic epic doric) ἀφαιρέω take away from fut part act masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀπελαύνω drive away fut part act masc voc sg (attic) ἀπελαύνω drive away fut part act… …
4ολιγηπελής — ὀλιγηπελής, ές (Α) αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το επίθ. ὀλίγος και β συνθετικό ένα αμάρτυρο ουδ. ουσ. *ἄπελος. Το η τού τ. ὀλιγηπελέων οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. *ἄπελος θα μπορούσε …
5νηπελέω — (Α) είμαι αδύνατος, αδυνατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + *ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων*] …
6ἀπέλα — ἀπέλᾱ , ἄπελος wound not skinned over neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀπέλᾱ , ἀπελαύνω drive away pres imperat act 2nd sg (epic) ἀπέλᾱ , ἀπελαύνω drive away imperf ind act 3rd sg (epic) …