απεκδύομαι

  • 1απεκδύομαι — (Α ἀπεκδύομαι) νεοελλ. (της ευθύνης) πετώ από πάνω μου, δεν αναλαμβάνω αρχ. 1. βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι 2. ρίχνω, πετώ μακριά μου 3. απογυμνώνω, αποστερώ …

    Dictionary of Greek

  • 2προσαπεκδύομαι — Α γδύνομαι ακόμη πιο πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 3συναπεκδύω — ΜΑ συναποβάλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι»] …

    Dictionary of Greek