απειθώ
1απειθώ — απειθώ, απείθησα βλ. πίν. 73 …
2απειθώ — (AM ἀπειθῶ, έω) είμαι απειθής, ανυπάκουος …
3απειθώ — ησα, δεν υπακούω στις εντολές κάποιων ανώτερών μου: Ο μαθητής απείθησε στην εντολή του καθηγητή του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπειθῶ — ἀπειθέω to be disobedient pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπειθέω to be disobedient pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …
5ανηκουστώ — ἀνηκουστῶ ( έω) (Α) δεν θέλω να ακούσω, δεν υπακούω, παρακούω, απειθώ …
6απειθαρχώ — ( έω) είμαι απείθαρχος, απειθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πειθαρχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
7απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… …
8νηκουστώ — νηκουστῶ, έω (Α) [νήκουστος] δεν ακούω, απειθώ, είμαι ανυπάκουος …
9παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… …
10παρακροώμαι — άομαι, ΜΑ (μσγ.) ακούω κατά τύχη, τυχαία αρχ. απειθώ, παρακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκροῶμαι «ακούω»] …
- 1
- 2