απειθώ
11παραπικραίνω — ΝΜΑ 1. δυσαρεστώ κάποιον πάρα πολύ, στενοχωρώ κάποιον υπέρμετρα 2. πικραίνομαι πολύ, θλίβομαι («τίνες γὰρ ἀκούσαντες παρεπίκραναν;», ΚΔ) νεοελλ. κάνω κάτι πάρα πολύ πικρό αρχ. απειθώ, παρακούω κάποιον («εἶπεν ὁ ἄνθρωπος τοῡ θεοῡ, αὗτός ἐστιν ὅς… …
12απειθαρχώ — ησα, δεν πειθαρχώ, απειθώ: Τον τελευταίο καιρό απειθαρχούσε συστηματικά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
13παρακούω — παράκουσα, παρακούστηκα 1. δεν ακούω καλά, ακούω λάθος: Παρακούει η γιαγιά και μας λέει άλλα γι άλλα. 2. δεν ακούω, απειθώ, αρνιέμαι να υπακούω: Στις κατασκηνώσεις δε γίνονται δεχτοί όσοι παρακούνε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2