απαντώ
91υποφθέγγομαι — Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα 2. μιλώ μυστικά 3. αποκρίνομαι, απαντώ 4. (για πτηνό) κελαηδώ ελαφρά 5. (γενικά) ηχώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φθέγγομαι «λέγω, μιλώ»] …
92χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… …
93απαντάω — / απαντώ, απάντησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: απαντάω, απαντώμαι : το απαντώμαι κυρίως με την έννοια βρίσκομαι (σε κείμενο κτλ.). Μ αυτή την έννοια χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και ο τύπος απαντά …
94ανταπαντώ — άντησα, απαντώ σε απάντηση: Στην απαντητική επιστολή του ανταπάντησε κι εκείνος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
95αντιμιλώ — μίλησα, απαντώ σε κάποιον, και μάλιστα ανώτερό μου, με αυθάδεια: Πολλές φορές του έχω πει να μην αντιμιλά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
96αντιφωνώ — αντιφώνησα, απαντώ σε προσφώνηση. Ουσ. αντιφώνηση, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
97απιλογιέμαι — και απιλογιούμαι και απιλογάμαι ήθηκα, αποκρίνομαι, απαντώ: Τι να απιλογηθεί δεν ήξερε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
98αποκρίνομαι — ίθηκα, απαντώ σε ερώτημα: Του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
99προαπαντώ — προαπάντησα 1. απαντώ πριν ρωτηθώ. 2. υποδέχομαι κάποιον, προϋπαντώ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)