απαντώ

  • 81συναντώ — συναντῶ, άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν 1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τόν συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῑ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.) 2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε… …

    Dictionary of Greek

  • 82συναπαντήχνω — Ν (στον Ερωτόκρ.) α) συναπαντώ, συντυχαίνω («σα δε συναπαντήξουσι τα μάτια να σμιχτούσι») β) έρχομαι σε εχθρική συνάντηση, συγκρούομαι («συναπαντήχνουν τα θεριά, και τα κοντάρια πήγα / εις τον αέρα σα θεριά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί… …

    Dictionary of Greek

  • 83συναπαντώ — συναπαντῶ, άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [ἀπαντῶ] νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον τυχαία 2. προϋπαντώ 3. μέσ. συναπαντώμαι και συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι συναντώμαι με κάποιον τυχαία αρχ. έρχομαι σε έναν τόπο συγχρόνως με… …

    Dictionary of Greek

  • 84συναποκρίνομαι — Α [ἀποκρίνομαι] 1. εκκρίνομαι και αποβάλλομαι μαζί με κάτι άλλο («συναποκρινομένων τῶν τοιούτων... ἐν τῷ σπέρματι», Αριστοτ.) 2. αποκρίνομαι, απαντώ μαζί με κάποιον ή αμέσως …

    Dictionary of Greek

  • 85υπαντιάζω — και ὑπαντιῶ, άω, Α πηγαίνω να συναντήσω κάποιον («οἱ Σκύθαι... ὑπηντίαζον τὴν Δαρείου στρατιήν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀντιάζω / ἀντιάω «απαντώ, συναντώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 86υπαπαντώ — άω, Α υπαντώ, προϋπαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀπαντῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 87υπεραποκρίνομαι — Α αποκρίνομαι υποστηρίζοντας κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποκρίνομαι «απαντώ, υπερασπίζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 88υποκρίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποκρίνω ΜΑ [κρίνω, ομαι] 1. παριστάνω πρόσωπο σε θεατρικό έργο, υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους πολλάκις μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», Δημοσθ.) 2. προσποιούμαι (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει τίποτε» β. «μηδὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 89υπολοξώ — όω, ΜΑ [ὑπόλοξος] μσν. απαντώ με πλάγιο, έμμεσο τρόπο αρχ. στρέφω κάτι λίγο λοξά, πλάγια …

    Dictionary of Greek

  • 90υποπαραιτούμαι — έομαι, Α (αποθ.) 1. προβάλλω δικαιολογίες, απολογούμαι 2. αποφεύγω να πω την αλήθεια ή απαντώ με υπεκφυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παραιτοῦμαι «παρακαλώ, ικετεύω, ζητώ συγγνώμη»] …

    Dictionary of Greek