απαντώ
71προσαπαντώ — άω, Α 1. έρχομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον 2. (για χειρουργικό εργαλείο) φτάνω 3. μτφ. αντιτάσσομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπαντῶ «αναζητώ, συναντώ, αντιμετωπίζω»] …
72προσαποκρίνομαι — Α [ἀποκρίνομαι] απαντώ προσθέτοντας και κάτι άλλο πέρα από εκείνο για το οποίο ρωτήθηκα …
73προσαπολογίζομαι — Α αναφέρω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπολογίζομαι «αναφέρω, απαντώ»] …
74προσκαταλαλώ — έω, Α 1. απαντώ σε κάποιον βίαια με τα λόγια 2. καταβάλλω με τη φλυαρία μου, κατανικώ κάποιον με τα λόγια σε μια συζήτηση 3. παθ. προσκαταλαλοῡμαι, έομαι υφίσταμαι βίαιη επίθεση με λόγια, υβρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλαλῶ «φανερώνω, μιλώ …
75προσρίπτω — ΜΑ, και προσριπτῶ, έω, Α ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.) μσν. παθ. προσρίπτομαι προστίθεμαι αρχ. 1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος …
76προσυπαντώ — άω, ΜΑ 1. συναντώ κάποιον ακόμη 2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»] …
77προσυφίσταμαι — Α 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. προσυπάρχω 3. (η μτχ. ουδ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προσυφεστῶτα αντικείμενα που επιδρούν στην ψυχή από έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφίσταμαι «υπάρχω, αντιπαρατίθεμαι»] …
78προϋπαντώ — άω ΝΑ, και προαπαντώ Ν [ὑπαντῶ / απαντώ] πηγαίνω να συναντήσω κάποιον που έρχεται, τόν υποδέχομαι (α. «πάμε να τόν προϋπαντήσουμε στον σταθμό» β. «ο Μάιος μάς έφθασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τόν προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή», Άγγ. Βλάχος) …
79ρεσπονσόριο — το, Ν εκκλ. ωδή τής λειτουργίας τών καθολικών που εκτελείται από μια μόνο φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. responsorium «αντίφωνο» (< respondeo «αποκρίνομαι, απαντώ»)] …
80συναβολώ — έω, Α συναντώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀβολῶ «απαντώ, συναντώ»] …