απαντώ

  • 61μεταυδώ — μεταυδῶ, άω (Α) 1. αποτείνω τον λόγο σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον, μιλώ με κάποιον («ἔπεα Τρώεσσι μετηύδα», Ομ. Ιλ.) 2. (μτγν. με αιτ. προσ.) απαντώ σε κάποιον, αποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)] …

    Dictionary of Greek

  • 62μεταφθάνω — (ΑΜ) 1. μεταβαίνω από μια κατάσταση σε άλλη, αλλάζω 2. απαντώ, αποκρίνομαι αρχ. κατορθώνω …

    Dictionary of Greek

  • 63μιμίζομαι — (Μ) παριστάνω, απεικονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα σχηματισμένο από τον αόρ. τού μιμοῦμαι κατά το σχήμα ἀπαντῶ: ἀπαντίζω, τυραννῶ: τυραννίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 64μονάζω — (ΑΜ μονάζω) [μόνος] 1. είμαι ή απομένω μόνος 2. διάγω μοναστικό βίο, είμαι μοναχός, ασκητεύω μσν. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ὁ μονάζων, ἡ μονάζουσα α) μοναχός, καλόγηρος β) μοναχή, καλόγρια μσν. αρχ. ζω μοναχικό βίο ή ζω στην ερημιά… …

    Dictionary of Greek

  • 65παρατυγχάνω — ΝΜΑ 1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.) 2. (η μτχ. αορ. β ) παρατυχών, ούσα, όν όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος… …

    Dictionary of Greek

  • 66παροχετεύω — ΝΜΑ αλλάζω, μεταστρέφω τη ροή υγρού, διοχετεύω από κεντρικό αγωγό οχετό ή διώρυγα σε διπλανό αγωγό νεοελλ. φρ. «παροχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα» μεταφέρω ηλεκτρικό ρεύμα από το πλησιέστερο κέντρο διανομής σε σύστημα αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 67προαπαντώ — προαπαντῶ, άω, ΝΑ πηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχθώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώ νεοελλ. δίνω απάντηση προτού ερωτηθώ αρχ. 1. πηγαίνω να συναντήσω προηγουμένως 2. προβαίνω σε διαβήματα προκαταβολικά ή σε κατάλληλο χρόνο 3. παρεμβάλλομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 68προαποκρίνομαι — Α 1. απαντώ εκ τών προτέρων, αποκρίνομαι προηγουμένως 2. εκκρίνομαι εκ τών προτέρων …

    Dictionary of Greek

  • 69προπαίρνω — ΝΜ 1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του 2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ η λυγερή νά ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι) 3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο μσν. επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 70προσανταποδίδωμι — Α [ἀνταποδίδωμι] (κυρίως το παθ.) προσανταποδίδομαι απαντώ, αποκρίνομαι επί πλέον …

    Dictionary of Greek