απαντώ
41αποκορυφώνομαι — (Α ἀποκορυφῶ, όω, οῡμαι, όομαι) φθάνω στο αποκορύφωμα, στο ανώτατο σημείο αρχ. Ι. ( ώ) 1. σχηματίζω κορυφή 2. απαντώ περιληπτικά II. ( ούμαι) απολήγω σε κορυφή, έχω μυτερή απόληξη ή άκρη …
42απολογίζομαι — ἀπολογίζομαι (AM) αποκρίνομαι, απαντώ αρχ. 1. κάνω λογαριασμό, λογαριάζω 2. αναφέρω, ανάγω κάτι σε κάτι άλλο 3. υπολογίζω 4. διηγούμαι λεπτομερώς …
43απολογούμαι — κ. γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῡμαι) [απόλογος] 1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία μσν. νεοελλ. αποκρίνομαι, απαντώ αρχ. 1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ …
44γλυκαπαντώ — ( άω) απαντώ με γλυκύτητα, με τρυφερότητα …
45γυροφέρνω — 1. περιφέρομαι 2. εξοικονομώ τα προς το ζην 3. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι 4. περιποιούμαι κάποιον για να πετύχω κάτι 5. απαντώ με υπεκφυγές …
46εναποκρίνομαι — ἐναποκρίνομαι (Α) αποκρίνομαι, απαντώ σχετικά με κάτι …
47ενθεωρώ — ἐνθεωρῶ, έω (AM) 1. θεωρώ, βλέπω, παρατηρώ μέσα σε κάτι 2. παθ. είμαι θεατός, διακρίνομαι μέσα σε κάτι, βρίσκομαι, απαντώ («ἄλλοις ἀπαραλλάκτοις ἐνθεωρούμενον» που απαντά, που συναντάται σε άλλα απαράλλακτα, Μάξ. Ομολ.) …
48εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 …
49επαποκρίνομαι — ἐπαποκρίνομαι (Μ) απαντώ, δίνω απάντηση …
50ερωταποκρίνομαι — ερωτώ και απαντώ, διαλέγομαι …