απαντώ

  • 31αντιμηνύω — (AM ἀντιμηνύω) υποβάλλω μήνυση εναντίον αυτού που με μήνυσε μσν. απαντώ σε μήνυμα, στέλνω απάντηση …

    Dictionary of Greek

  • 32αντιμυκώμαι — ἀντιμυκῶμαι ( άομαι) (AM) απαντώ με μουγκρητά …

    Dictionary of Greek

  • 33αντιπροκαλώ — (Α ἀντιπροκαλοῡμαι, έομαι) προκαλώ κι εγώ, απαντώ στην πρόκληση αρχ. κάνω κι εγώ πρόκληση* στον διάδικο για να προσκομιστούν νέα αποδεικτικά στοιχεία …

    Dictionary of Greek

  • 34αντιπυρσεύω — ἀντιπυρσεύω (Α) απαντώ σε σινιάλο πυρσού υψώνοντας άλλον πυρσό …

    Dictionary of Greek

  • 35αντισυλλογίζομαι — ἀντισυλλογίζομαι (Α) απαντώ με συλλογισμό …

    Dictionary of Greek

  • 36αντιφθέγγομαι — ἀντιφθέγγομαι (Α) 1. στέλνω πίσω τον ήχο, αντηχώ 2. επαναλαμβάνω φωνή, λόγο, ήχο 3. μιλώ εναντίον κάποιου 4. απαντώ …

    Dictionary of Greek

  • 37απαμείβομαι — ἀπαμείβομαι (Α) απαντώ, αποκρίνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 38απαντένω — 1. συναντώ, ανταμώνω 2. απαντώ, αποκρίνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 39απαντή — η (AM ἀπαντή) [απαντώ] μσν. νεοελλ. συνάντηση, προϋπάντηση αρχ. η απάντηση …

    Dictionary of Greek

  • 40απηλογιέμαι — κ. απηλογάμαι απολογιέμαι, δίνω απόκριση, απαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απολογούμαι το η της β συλλαβής προήλθε από νεώτερη εσωτερική αύξηση (πρβλ. ανηβαίνω, κατηβαίνω κ.λπ.) και επεκτάθηκε με παρετυμολογική εξίσωση και στο ουσ. απηλογιά] …

    Dictionary of Greek