απαντώ
21ανταΰω — ἀνταΰω (Α) [αΰω] αντηχώ, απαντώ …
22ανταμείβω — (Α ἀνταμείβομαι) νεοελλ. αμείβω κάποιον για υπηρεσίες που προσέφερε αρχ. 1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο 2. ανταποδίδω τα ίσα 3. αποκρίνομαι, απαντώ …
23ανταπαντώ — δίνω απάντηση για να αντικρούσω την απάντηση που έδωσε κάποιος σε προηγούμενο ερώτημα ή άποψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + απαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] …
24ανταποκρίνομαι — (Α ἀνταποκρίνομαι) βρίσκομαι σε ανταπόκριση, σε συμφωνία με κάποιον ή κάτι· νεοελλ. φρ. 1. «ανταποκρίνομαι στα καθήκοντα μου» εκτελώ τα καθήκοντά μου 2. «ανταποκρίνομαι στα συναισθήματα κάποιου» τρέφω για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά… …
25αντιαχώ — ἀντιαχῶ ( έω) (Α) [ιαχώ] βγάζω κι εγώ ήχο, απαντώ με τη φωνή μου …
26αντιγράφω — (AM ἀντιγράφω) νεοελλ. 1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω 2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης 3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος β) μιμούμαι. αρχ. 1. γράφω εναντίον …
27αντιδιαλέγομαι — ἀντιδιαλέγομαι (Α) αποκρίνομαι, απαντώ σε συζήτηση …
28αντιδρώ — (Α ἀντιδρῶ, άω) νεοελλ. 1. δρω, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, εναντιώνομαι 2. (ψυχολ.) απαντώ σε ερέθισμα αρχ. 1. δρω εναντίον κάποιου 2. αντιπληρώνω …
29αντικραίνω — κ. κρένω 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αντιμιλώ …
30αντιλέγω — (AM ἀντιλέγω) φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί μσν. 1. δικαιολογούμαι 2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση 3. δυσανασχετώ αρχ. μσν. 1. αντιτίθεμαι 2. αμφισβητώ 3. αρνούμαι, απορρίπτω 4. απαντώ αρχ. μσν. τα αντιλεγόμενα 1.… …